Ο Γερμανός αρχαιολόγος Ernst Curtius γράφει για τα Μέθανα
Ακολουθεί ο Γερμανός αρχαιολόγος και ιστορικός E. Curtius (1814-1896), διηύθυνε τις ανασκαφές στην αρχαία Ολυμπία. Ο Curtius εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1836 και ως το 1840 επισκέφθηκε την Πελοπόννησο - οπότε και επισκέπτεται και τα Μέθανα-, την Αττική και τα νησιά του Αιγαίου .
Ernst Curtius, Peloponnesos, 1852
Ο Παυσανίας, αναφέρει ο Curtius, ονομάζει το σύνολο των Μεθάνων Ισθμό - ο Θουκυδίδης διαφοροποιεί τον Ισθμό από τη Χερσόνησο. Απέναντι από την Τροιζήνα, υψώνεται η οροσειρά Ντάρα, ένας σωρός βραχωδών υψωμάτων που είναι που είναι αποκομμένος από το λεκανοπέδιο της Τροιζήνας και δημιουργήθηκε βαθμιαία από προσχώσεις. Αυτή η λοφώδης περιοχή διαμορφώνει έναν Ισθμό που έχει γύρω στα χίλια πόδια πλάτος. Από τη μία πλεύρα του Ισθμού απλώνεται συμμετρικά και στις δύο πλευρές η περιοχή των Μεθάνων προς το βορρά, ως ένα βραχώδες τρίγωνο. Η περιοχή απλώνεται βορειοανατολικά απέναντι από την Επίδαυρο, ενώ η βορειοδυτική πλευρά βρίσκεται απέναντι από το Ακρωτήριο Πέρδικα της Αίγινας. Πρόκειται για μία από τις πιο τολμηρές και εξαιρετικές μορφές που σχηματίζουν τα ελληνικά παράλια. Τα Μέθανα είναι μόνο ορεινά και μάλιστα διαμορφωμένα από δύο ορεινούς όγκους. Ο Ισθμός όπως και η οροσειρά Ντάρα αποτελούνται από ασβεστόλιθο. Αυτό το πέτρωμα εκτείνεται μέχρι τη Βρομολίμνη. Εκεί εμφανίζεται καφεκόκκινος τραχίτης, ο οποίος σχηματίζει τον πυρήνα της Χερσονήσου, υψώνεται μέχρι την κορυφή Χελώνα (2.281μ.) και καταλήγει στη θάλασσα.
Στη βορειοδυτική πλευρά, εμφανίζεται πάλι ασβεστολιθικό πέτρωμα μέχρι το Καμενοχώρι (σημ. Καμένη Χώρα), όπου αντικαθίσταται πάλι από τραχίτη. Στα όρια των δύο αυτών πετρωμάτων (του ασβεστόλιθου και του τραχίτη) βρίσκονται τα πολύ εμφανή σημάδια ηφαιστειακής έκρηξης και προσδιορίζονται από τα νεότερα ονόματα: Βρομολίμνη και Καμένο (=αυτό που έχει καεί). Από την κορυφή της Χελώνας στο μέσον της Χερσονήσου, ξεκινούν δύο απότομες ράχες οι οποίες εκτείνονται μέχρι την ακτή και χωρίζονται από μία στενή ρεματιά. Από τους σεισμούς πέφτουν βράχοι, οι οποίοι σκεπάζουν τα κατηφορικά μονοπάτια και έτσι το περπάτημα γίνεται εξαιρετικά δύσκολο. Τα άλογα δεν μπορούν να τα διαβούν. Το χρώμα του τραχίτη είναι κυρίως μαύρο. Παρ' όλα αυτά, εμφανίζονται σε μερικά σημεία και φωτεινότερα χρώματα. Όταν ο τραχίτης καταστρέφεται από τον άνεμο, σκεπάζει τους σκληρούς βράχους με ένα είδος ξηρής άμμου, η οποία είναι κατάλληλη για την καλλιέργεια της ελιάς και της αμπέλου. Έτσι αυτό κατέστησε δυνατό να δημιουργηθούν δώδεκα έως δεκατέσσερα χωριά Αρβανιτών ανάμεσα στο ρέμα της ξηρής Χερσονήσου.
Το έδαφος είναι εξαιρετικά στεγνό και ο αέρας θερμός και ξηρός, ιδιαίτερα όταν πνέουν οι κυρίαρχοι τοπικοί άνεμοι. Οι αρχαίοι Μεθενίτες φοβόντουσαν τον κίνδυνο από τον λίβα για τα κλήματα τους και προσπαθούσαν με διάφορα δεισιδαιμονικά έθιμα να τον απομακρύνουν. Ο Παυσανίας αναφέρει χαρακτηριστικά: «Αυτό που με εντυπωσίασε περισσότερο στα Μέθανα είναι το εξής: την εποχή που βλασταίνουν τα αμπέλια, ο άνεμος Λίβας κατεβαίνει από το Σαρωνικό κόλπο και κατακαίει τους νεαρούς βλαστούς. Όταν λοιπόν αρχίσει να πνέει ο άνεμος, δυο άντρες παίρνουν έναν πετεινό με ολόλευκα φτερά, τον τεμαχίζουν στα δύο και κάνουν το γύρο των αμπελιών σε αντίθετη κατεύθυνση ο ένας από τον άλλον, κρατώντας ο καθένας τους από ένα κομμάτι - μόλις ξανασυναντηθούν στο σημείο απ? όπου ξεκίνησαν, θάβουν εκεί τον πετεινό. Με αυτό το τέχνασμα προσπαθούν να προστατευθούν από τον Λίβα».
Επειδή δεν υπάρχει καμία πεδιάδα και μόνο μερικές μικρές παραλίες στα Μέθανα, συνεχίζει ο Κούρτιους, η ανάπτυξη της γεωργίας είναι πολύ δύσκολη και οφείλουμε να θαυμάσουμε την επιμέλεια των κατοίκων, οι οποίοι ακόμα και στα ορεινά σημεία έχουν φτιάξει λωρίδες καλλιεργήσιμης γης, εκεί όπου το αλέτρι δεν μπορεί να βρει χώρο ανάμεσα στα βράχια. Πόσιμο νερό προσφέρουν οι στέρνες, τις οποίες έχουν σκάψει σε μεγάλο αριθμό οι παλιοί Μεθενίτες. Στην Ελλάδα είναι δύσκολο να βρεθεί ένα μέρος με τόσες αντιθέσεις τη μία δίπλα στην άλλη, τους απότομους βράχους της Χερσονήσου και αμέσως κάτω από αυτούς το υγρό και ευλογημένο λεκανοπέδιο του Δαμαλά (σημ. Τροιζήνα).
Τα Μέθανα, επειδή ήταν πολύ μικρό και ενδεές μέρος ώστε να είναι αύταρκες, παρατηρεί ο Curtius, σχημάτιζε, τόσο όσο γνωρίζουμε από την ιστορία του τόπου, ένα τμήμα της ευρύτερης περιοχής της πόλης της Τροιζήνας. Όπως ο κόλπος της Αίγινας έγινε το θέατρο πολέμου ανάμεσα στις απέναντι ακτές, έτσι και η Χερσόνησος απέκτησε εξαιτίας της θέσης της μια καινούρια σημασία: Ερέθιζε τους Αθηναίους οι οποίοι από τον πύργο τους είχαν μπροστά στα μάτια τους, φανερά μπροστά τους, τον Επτάλοφο των Μεθάνων, να καταλάβουν τη νησιώτικη προεξοχή της εχθρικής ακρογιαλιάς και από αυτό το σημείο να μπορούν να απειλούν τους γείτονές τους. Έτσι τείχισαν τον Ισθμό απέναντι από την Τροιζήνα για να εξασφαλίσουν την κατοχή της Χερσονήσου. Μπορούμε ακόμα να παρακολουθήσουμε τα ίχνη μιας παλιάς, ανακαινισμένης το Μεσαίωνα οχύρωσης, η οποία σύμφωνα με την τέχνη των παλιών τειχών του Ισθμού συνδέει δύο κάστρα μεταξύ τους. Το πρώτο που έχει μία κανονική ελλειπτική μορφή, ονομάζεται κάστρο Διαμάντι και κυριαρχεί στον Ισθμό (στο στενό πέρασμα), το άλλο κάστρο είναι το Παλαιόκαστρο πάνω από το Ταμπάκι. Στο νεότερο πόλεμο, έγινε η σκέψη το μέρος να χρησιμοποιηθεί στρατιωτικά. Όταν ο Ιμπραήμ κατέκλυσε την Πελοπόννησο με το στρατό του, ο Γάλλος στρατηγός Φαβιέρος ήθελε να ετοιμάσει εδώ για τους Έλληνες ένα μόνιμο καταφύγιο και τα Μέθανα επρόκειτο να γίνουν μια δεύτερη Μάνη. Έτσι χτίστηκε ένα μικρό κάστρο ονομάτι Τακτικόπολις πάνω στον Ισθμό για το στρατωνισμό του πρώτου τακτικού σώματος ανδρών που θα διοικούσε.
Πάνω στη Χερσόνησο υπάρχουν τρεις διαφορετικές ορεινές οχυρώσεις των αρχαίων χρόνων. Πάνω από το Καμενοχώρι (σημ. Καμένη Χώρα) στα βορειοδυτικά, υψώνεται μια πολύ απότομη βραχώδης κορυφή, η οποία περιβάλλεται από ισχυρά τείχη και έχει πολλές παλιές στέρνες? είναι το πιο οχυρό σημείο όλης της Χερσονήσου.
Η ανατολική ακτή είναι λιγότερο απότομη. Εδώ βρίσκεται, απέναντι από την Αίγινα, το ολόλευκο λαμπερό εκκλησάκι των Αγίων Θεοδώρων και σημερινό χωριό. Το καλύτερο αγκυροβόλιο πάντως βρίσκεται κοντά στη Βρομολίμνη. Ένα μικρό στρογγυλό βραχώδες νησί, το σημερινό Νησάκι, που συνδέεται με την ακτή με μία στενή λωρίδα γης και περιβάλλεται ολόκληρο από αρχαία τείχη, κυριαρχεί ολοκληρωτικά στην είσοδο του λιμανιού (σημερινό Λιμάνι, Μαρίνα).
Η πρωτεύουσα της Χερσονήσου βρισκόταν στην προστατευμένη δυτική ακτή, απέναντι από την παραλία της Επιδαύρου, στο ίδιο σημείο όπου βρίσκεται σήμερα το πολύ σημαντικό χωριό των Μεθάνων που ονομάζεται Μεγαλοχώρι.
Ακολουθεί η περιγραφή του αρχαιολογικού χώρου που βρίσκεται κάτω από το Μεγαλοχώρι. Στο εσωτερικό του αρχαίου κάστρου υπάρχει ένα εκκλησάκι της Παναγιάς με παλιές λίθινες πλάκες, οι οποίες ανήκαν σε ένα κυκλικό κτίσμα και με δύο μαρμάρινες πλάκες που φέρουν επιγραφή. Η μία από αυτές είναι ένα υπόβαθρο με ίχνη ποδιών και περιλαμβάνει ένα μνημόνιο στο ρήτορα Διονύσιο. Η άλλη, σχετική με την Ίσιδα, καταδεικνύει τη σπουδαιότητα του ιερού, στη θέση του οποίου χτίστηκε το εκκλησάκι. Δίπλα στην ακτή, βρίσκεται το εκκλησάκι του Αγ. Νικολάου με τρεις πηγές, οι οποίες παρά την εγγύτητά τους στη θάλασσα, διαθέτουν πόσιμο νερό καλής ποιότητας. Στην ίδια θάλασσα μπορεί κανείς να δει τα υπολείμματα της αρχαίας προκυμαίας.
Χάρη στην ηφαιστειακή της φύση, συνεχίζει ο Curtius, η Χερσόνησος των Μεθάνων έχει δύο θειούχες πηγές, οι οποίες και οι δύο χρησιμοποιούνταν στην αρχαιότητα ως θεραπευτικές. Η πρώτη βρίσκεται απέναντι από τη βόρεια ακτή του Πόρου, κοντά στη Βρομολίμνη, με μία τεχνητή λεκάνη 500 ποδιών μήκους και 200 ποδιών πλάτους, με μία στενή έξοδο προς τη θάλασσα. Η άλλη πηγή βρίσκεται στο μέσον της βόρειας ακτής, κάτω από την Κάτω Μούσκα (σημ. Παλαιά Λουτρά). Πηγάζει στο επίπεδο της θάλασσας, κάτω από τον τραχίτη, είναι θειούχα και πολύ αλμυρή. Πάνω από αυτήν, στο ύψωμα, βρίσκονται ερείπια ενός παλιού κτίσματος με τρία εσωτερικά μέρη. Είναι μια καλή κατασκευή από βράχους αναμεμειγμένους με τούβλα και αμμοκονίαμα και φαίνεται ότι προέρχεται από τη ρωμαϊκή εποχή.
Σε απόσταση δέκα λεπτών δυτικά της πηγής, βρίσκεται ένα αρχαίο τείχος. Αυτό πρέπει να είναι, υποστηρίζει ο Curtius, η θεραπευτική πηγή, την οποία αναφέρει ο Παυσανίας, απομακρυσμένη τριάντα στάδια από την πόλη και σύμφωνα με την περιγραφή του θερμή και με πολύ αλάτι.
Μέσω της Χερσονήσου των Μεθάνων, καταλήγει ο Curtius, η περιοχή της Τροιζηνίας διατηρούσε μία παραλιακή έκταση, τέτοια που κανένα άλλο μέρος της ελληνικής στεριάς δεν μπορούσε να έχει. Ο Σκύλας υπολογίζει μια διπλή έκταση ακτής στα 30 στάδια από την Ερμιόνη μέχρι το Σκύλλαιον και το δεκαπλάσιο από το Σκύλλαιον μέχρι την Επίδαυρο.
πηγή Β΄ Διεθνές Συνέδριο Ιστορίας και Αρχαιολογίας Αργοσαρωνικού