Γιώργος Αθανασίου: Το Πετροκάραβο...
Γράφει ο Γιώργος Αθανασίου: Το βιβλίο του Κώστα Ρωμαίου της σειράς Ελληνική Λαογραφία και ειδικά ο πρώτος τόμος με τίτλο «Το αθάνατο νερό», Αθήνα 1973, σε γραφή της εποχής, μας δίνει την δυνατότητα να μπούμε στο πνεύμα της πραγματικής λαογραφίας και να φέρουμε στη μνήμη μας διάφορους θρύλους του ελληνικού λαού.
Ο πρώτος που ασχολήθηκε με τους θρύλους ήτανε ο Ν.Πολίτης το 1904, ενώ τα βιβλία του Κ.Ρωμανού είναι μία συνέχεα που μπορεί να πει κανείς ότι συμπληρώνουν την έκδοση του Ν. Πολίτη.
Τους θρύλους αυτούς οι περισσότερη τους γνωρίζουμε, αλλά αποσπασματικά, λίγοι τους γνωρίζουμε στην πληρότητά τους. Έτσι λοιπών αποφάσισα να φέρω ενώπιών σας μέσα από το βιβλίο του Κ.Ρωμανού μία σειρά λαογραφικών θρύλων, που αφορούν την ευρύτερη περιοχή μας, μαζί με τα σχετικά σχόλια του συγγραφέα.
Ο ποιητής Γ. Δροσίνης απευθύνεται στον Ν. Πολίτη με ένα σονέτο. Τμήμα αυτού του σονέτου μας λέει:
Μας έσυρες στ’ άγνωστα μονοπάτια,
που ανέβαινες, θωρώντας στην κορφή
με πόθο των Νεράιδων τα παλάτια.
Σε σμίξαμε σα νιώτεροι αδελφοί…
Τιμή και δόξα πως ο πρώτος ήσουν!
Ακολουθώντας ά λ λ ο ι θα πατήσουν
όπου δε φτάσαμε μαζί σου εμείς.
Το «Πετροκάραβο του Πόρου»
Αντίκρυ στον κάβο Μπίστη του Πόρου και στον Καβαλλάρη των Μεθάνων είναι ένα ξερονήσι μοναχικό και έρημο, το Πετροκάραβο. Αυτό έναν καιρό ήταν μια από τις μεγαλύτερες μπρατσέρες του κόσμου. Ήταν γρήγορη, και πέρναγε όλα τ’άλλα καράβια. Καπετάνιο του είχε μία Νεράιδα, που την έχασε η μεγάλη της περηφάνεια, γιατί δεν της έφτανε που ήτανε η πρώτη στη θάλασσα, μόνο θέλησε να γίνη και η πρώτη του ουρανού. Και γι’ αυτό βάλθηκε να περάση και το φεγγάρι, και ορκίστκε, ή το φεγγάρι να περάσω, ή να χαθώ.
Και μια βραδιά η Νεράιδα, αφού ετοίμασε το καράβι της, λέει στο φεγγάρι: «-Έλα, να ιδούμε σήμερα ποιος θα γίνη ο αφέντης της θάλασσας και του ουρανού». Ο φεγγάρι τραβούσε ήσυχα το δρόμο του, και η Νεράιδα πάσχιζε να το φτάση. Τρεις μέρες και τρεις νύχτες επάλευε, όσο που είδε τ ‘άσπρα της πανιά να γίνουνε κουρέλια. Από το θυμό και τη ντροπή της άρχισε να βρίζη και να καταριέται τη μάννα της. Τότε σηκώνεται μεγάλη θαλασσοταραχή, κι’ ένα αστροπελέκι πέτρωσε το καράβι.
Αν τύχει και ζυγώσει κανείς εκεί και βάλει τ’ αυτί του σε μια τρύπα που είναι στη μέση στο Πετροκάραβο, ακούει κάτι σαν φωνές, σαν μοιρολόγια. Εκεί λένε πως ήταν η καμάρα της Νεράιδας. Και πολλά καράβια, όταν περάσουν από κει νύχτα και κάνει μεγάλη φουρτούνα, βλέπουν μπροστά στην πλώρη ένα μεγάλο κόκκινο φως τρεμουλιαστό. Μερικοί μάλιστα αλαφροΐσκιωτοι βλέπουν και μια γυναίκα, στα κάτασπρα ντυμένη, να κρατή αυτό το φως στο δεξί της χέρι».
Ανέσως διαπιστώνει κανείς ότι με την παράδοση αυτή,..έχουμε ένα γνώριμ, έναν ιδιαίτερα προσφιλή στην αρχαιότητα ψυχολογικό τομέα… Πρόκειται για το «μέτρο», που χρειάζεται για όλες τις ανθρώπινες πράξεις. «Μέτρον άριστον». Πρόκειται για τα ολέθρια αποτελέσματα που φέρνει κάθε τι, που ξεπερνάει το κανονικό και καταντά «ύβρις». Έχομε ρυθμιστικό πρόσταγμα στην περίπτωση αυτή το «μηδέν άγαν» των αρχαίων, το τίποτε το πάρα πολύ υπερβολικό. Αυτή την αρχή, αυτό το αξίωμα του βίου, το περιφρόνησε η περήφανη Νεράιδα, που ήτανε κυβερνήτρα της πιο όμορφης και τη πιο σπουδαίας μπρατσέρας του κόσμου. Ήταν αφέντρα της θάλασσας. Αλλά ήθελε να γίνη και αφέντρα του ουρανού. Τα έβαλε με το φεγγάρι, με ένα υπερφυσικό ον, με ένα θεό…
Αυτή την ίδια αρχή, αλλά μέσα στα νεοελληνικά δημοτικά τραγούδια, την περιφρόνησε, και ένα άλλο καράβι, ένα σπουδαίο και ολοκαίνουργο, «του κυρ’ Αντριά το κάτεργο», που δεν θέλησε να υπακούση στη συνετή προειδοποίηση του κυρ Βοριά. Είναι οι στιγμές, που εκείνος ειδοποιεί ότι θα φυσήξη δυνατά, και όσα καράβια βρίσκονται μεσοπέλαγα, ας πιάσουν στο πρώτο λιμάνι. Ένα πνεύμα ιπποτικής ζωής διακρίνει εδώ τις σχέσεις καραβιών και κυρ Βοριά. Ένα πνεύμα ιπποσύνης, που ταιριάζει μόνο στους δυνατούς και στους γενναίους. Νοοτροπία ύπουλη ταιριάζει στους μικρούς και στους μικρόψυχους. Ιδού οι σχετικοί στίχοι:
Κι’ όσα καράβια τ ‘άκουσαν, όλα λιμάνι πιάνουν,
του κυρ’ Αντριά το κάτεργο μέσα βαθειά αρμενίζει,
-Δε σε φοβούμαι, κυρ Βοριά, φυσήξεις δε φυσήξεις,
τι έχω καράβι από καρυά και τα κουπιά πυξάρι,
τι έχω και καραβόσκοινα από ξανθής μαλλάκια.
Εγωιστική η απόκριση του καραβιού. «Ύβρις» η πράξη. Και το αποτέλεσμα; Αυτό ήταν να διαλυθή σε συντρίμμια το περήφανο καράβι και να καταστραφούν τα πάντα, ακόμη και η τρυφερή εκείνη «ελπίδα» της μαυροντυμένης χήρας, που καρτεράει στ’ ακρογιάλι της πατρίδας το χαμένο ναυτόπουλό της:
Γιόμισε η θάλασσα πανιά, το κύμα παλληκάρια,
και το μικρό ναυτόπουλο σαράντα μίλια πάγει.
«Ύβρις» λοιπόν και στις δύο περιπτώσεις των δύο καραβιών. Στο καράβι του κυρ Αντριά έχομε την εκμηδένιση. Στο Πετροκάραβο του Πόρου έχομε την απολίθωση. Και η συνέχεια, στην ανόητη αλαζονεία του Πετροκάραβου; Η συνέχεια είναι κλάματα και αγώνας μάταιος. Τις μέρες, όποιος ζυγώσει σε μια τρύπα που βρίσκεται στη μέση του Πετροκάραβου, ακούει τα κλάματα και τα βογγητά της περήφανης Νεράιδας. Κλαίει και δέρνεται. Όσο για τις νύχτες, τότε που ξαναβγαίνει ψηλά το φεγγάρι και τα κύματα βογγούν πιο δυνατά, η ίδια Νεράιδα φαίνεται ασπροντυμένη στην πλώρη του πέτρινου καραβιού της, κρατώντας στο δεξί της χέρι ένα μεγάλο κόκκινο φως. Γιατί; Φανερό γίνεται ότι η ανόητη κυβερνήτρα ζη ξανά τις τελευταίες έντονες στιγμές της ιστορίας του καραβιού της, τότε που καταράστηκε τη μάνα της και έγινε αιτία να σηκωθή ολόρθη και εκδικήτρια η ίδια η Φύση. Αμέσως τότε, μην αντέχοντας την προσβολή κατά του αθώου γονιού, η ίδια η θάλασσα ξεσηκώθηκε φουρτουνιασμένη και ένα αστροπελέκι έπεσε ίσια πάνω στο καράβι.
Απόμεινε λοιπόν η αλαζονική Νεράιδα, αθάνατη αλλά και αμετανόητη. Και ενώ τις μέρες θρηνεί γεμάτη πείσμα και ακούονται μέσα στο βράχο «κάτι σαν φωνές, σαν μοιρολόγια», τις νύχτες ζη με την αιώνια παραίσθηση ότι εξακολουθεί ακόμη να γίνεται ο στερνός δραματικός ανταγωνισμός, ο μοιραίος εκείνος, που τόλμησε να τον κάμη με το άλλο «καράβι του ουρανού», με το γρήγορο φεγγάρι. Αληθινά, σαν καράβι μοιάζει και το φεγγάρι. Σαν ένα καράβι, που πότε ταξιδεύει ήσυχο στα ακύμαντα γαλάζια νερά του ουρανού, και πότε μοιάζει να σχίζη τα άσπρα κύματα, τα σύννεφα, συνεχίζοντας το δρόμο του με αισιόδοξη εμπιστοσύνη και σιγουριά.
Το φεγγάρι τις νύχτες ταξιδεύει ψηλά. Το Πετροκάραβο όμως παραμένει ακίνητο ανάμεσα στον Πόρο και στα Μέθανα. Και εκείνη, που δεν προσαρμόσθηκε ακόμη στην οδυνηρή πραγματικότητα, είναι η Νεράιδα, περήφανη άλλοτε κυβερνήτρα ενός γρήγορου καραβιού και αιώνιο έπειτα θύμα των ανοησιών της. Ανάμεσα όμως απ’ όλα αυτά, και πάνω απ’ όλα αυτά, προβάλλει η αρχαία «ύβρις» που παρακολουθεί, καταγραφεί και δεν ξεχνά. Κάποτε μάλιστα γίνεται κυριολεκτικό αστροπελέκι, όπως έγινε στην προκειμένη παράδοση: «Από το θυμό και τη ντροπή της άρχισε να βρίζη και να καταριέται τη μάνα της. Τότε σηκώνεται μεγάλη θαλασσοταραχή, κι’ ένα αστροπελέκι πέτρωσε το καράβι».
Γιώργος Αθανασίου