Το μονοπάτι από το Στενό προς το Κάστρο του Φαβιέρου
Διαδρομή: Στενό - Αθηναϊκά Τείχη - Κάστρο Φαβιέρου. Χρόνος ανάβασης μονοπατιού 20 λεπτά.
Σύντομη περιγραφή: Ένα από τα πιο δημοφιλή μονοπάτια, που εντάσσονται σε αυτά που επισκέφθηκε ο Παυσανίας είναι η διαδρομή που ξεκινάει προς το Κάστρο Φαβιέρου, συνεχίζει στην οχύρωση των Αθηναίων πρόκειται για κτίσμα του 5 αιώνα π.Χ.
Η διαδρομή ξεκινάει από το Στενό των Μεθάνων, για το οποίο ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι αφού οι Αθηναίοι πήγαν στον Κρομμυώνα της Κορινθίας και ρήμαξαν τον τόπο “την άλλη μέρα αρμένισαν κοντά στις ακτές της Επιδαυρίας, έκαμαν πρώτα κάποιαν απόβαση εκεί και ύστερα πήγαν στα Μέθανα, που βρίσκονται ανάμεσα στην Επίδαυρο και στην Τροιζηνία, όπου, πάνω στον ισθμό της χερσονήσου, έχτισαν τείχος κι εγκαταστήσανε σ' αυτό φρουρά, η οποία από δω και μπρος, έκανε ληστρικές επιδρομές, στην Τροιζήνα, την Αλιάδα, στο σημερινό Πόρτο Χέλι και την Επιδαυρία και όταν αποπερατώθηκε το τείχος, ο στόλος γύρισε στον Πειραιά
Το μονοπάτι για το Κάστρο του Φαβιέρου αρχίζει λίγα μέτρα πιο κάτω από τα δύο σπίτια που βρίσκονται στα δεξιά, προς την θάλασσα, όπως κατεβαίνουμε από την Τακτικούπολη. Υπάρχει ξύλινη ταμπέλα που μας υποδεικνύει το μονοπάτι. Ανηφορίζουμε αριστερά και μετά από δέκα μέτρα, στρίβουμε δεξιά. Στα 100 μ. υπάρχει σήμανση με μπλε χρώμα και την ακολουθούμε μέχρι να φθάσουμε μετά από 20΄στο οχυρό.Το κάστρο αυτό χτίστηκε το 1826 υπό τις διαταγές του Νικόλαου Κάρολου Φαβιέρου, Γάλλου στρατηγού ο οποίος οργάνωσε και διοίκησε τον πρώτο τακτικό στρατό της Ελλάδας. Το κάστρο αυτό χτίστηκε πάνω στα ερείπια κάστρου που είχαν χτίσει οι Αθηναίοι τον 5ο αιώνα π.Χ. και έχει χαρακτηριστεί διατηρητέο ιστορικό μνημείο (ΦΕΚ 335/Β΄/12.5.1972). Ο στρατηγός Μακρυγιάννης αναφέρεται στα απομνημονεύματα του για το Κάστρο και λέγει: “Δια να μην γίνει αυτό το κακό, να κοπή ο Περαίας, πολέμησαν όλοι τον Φαβιέ και πήρε τον ταχτικόν και πήγε εις τα Μέθενα σ΄ ένα έρημον και νοσώδη τόπον, κ΄έφκειασε εκεί κάστρο και σπίτια. Κι ως νοσώδης ο τόπος, αφανίστηκαν οι άνθρωποι και χάθηκαν κακώς κακού Σε άλλο σημείο, αναφέρει ότι “η Διοίκησις με διορίζει να υπάγω εις Μέθενα και με διαταγάς της προς τον Κολονέλον Φαβιέρον. Υπακούει ο Γεν(αιότατος) Κολονέλος, ετοιμάζεται δια πεντέξ΄ημέρας και μετά εξακοσίων στρατιωτών του, φορτωμένων μπαρούτην εισέρχεται εις την Ακρόπολιν πολεμών Όπως αναφέρει ο ιστορικός Σαράντης Καργάκος, στα Μέθανα, έγινε το 1826, η πρώτη παρέλαση του Ελληνικού Τακτικού Στρατού.
Στο τέλος του Κάστρου, υπάρχει μια πύλη. Από εκεί παίρνουμε το μονοπάτι, ακολουθώντας πορεία προς τα δεξιά μας. Στη διαδρομή συναντάμε τρία αρχαιολογικά ενδιαφέροντα σημεία. Στο φυσικό λιμανάκι Θυνί, στη δευτική πλευρά του Ισθμού και στο βόρειο άκρο του, διακρίνεται το τείχος που είχαν εγκατασταθεί οι Αθηναίοι το 425 π.Χ.
Ο Welter αναφέρει ότι στον μικρό λόφο κοντά υπάρχουν λείψανα οχυρωματικού τοίχου, που χρονολογούνται τον 5ο αιώνα π.Χ. Λίγα μέτρα πιο κάτω, το οποίο βρίσκεται δυτικότερα, υπάρχει τείχος απ' όπου περνάει, από θάλασσα σε θάλασσα, ένα τείχος με πολύ γωνική τοιχοδομία και υπάρχει ένας τουλάχιστον τετράγωνος πύργος, που βλέπει προς βορρά. Από την τεχνική του χρονολογείται στον 5ο αιώνα π.Χ. Εκτιμάται ότι είναι ένας είδος Limes, συνοριακό φρούριο των Τροιζηνίων στην εποχή της Αθηναϊκής κατοχής της Χερσονήσου των Μεθάνων. Νοτιότερα, ύπαρχει ένα άλλο αξιόλογο σημείο, εκεί που ο Welter βρήκε Πρωτοελλαδικά ευρήματα από όστρακα και οψιανό.
Ο ΚΑΡΟΛΟΣ ΦΑΒΙΕΡΟΣ
Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού
Φαβιέρος Κάρολος (1782-1855)
Ο Κάρολος Φαβιέρος (Charles Favier) (1782-1855) Γάλλος φιλέλληνας. Ήλθε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1824 με το ψευδώνυμο Μπορέλ και αποβιβάστηκε στο Ναυαρίνο, «με τη σκέψη να ιδρύσει αγροτική και βιομηχανική αποικία για τους εξόριστους συναδέλφους του», Γάλλους και Ιταλούς βοναπαρτιστές, οι οποίοι είχαν καταφύγει στην Ισπανία και Αγγλία. Ο ίδιος ήταν άριστος αξιωματικός του Βοναπάρτη. Σπούδασε στην Πολυτεχνική Σχολή του Παρισιού και συμμετείχε στους Ναπολεόντειους Πόλεμους. Σε ηλικία 30 ετών ήταν συνταγματάρχης, και είχε τιμηθεί με τον Ταξιάρχη της Λεγεώνας της Τιμής και είχε πάρει τον τίτλο του βαρόνου. Το 1809 στάλθηκε στην Κωνσταντινούπολη και το 1810 στην Περσία για να οργανώσει τον περσικό στρατό. Μετά την παλινόρθωση των Βουρβώνων, αποτάχθηκε, όπως και οι περισσότεροι αξιωματικοί του Ναπολέοντα και κατέφυγε στην Αγγλία. Επέστρεψε για λίγο στην Αγγλία αλλά το Μάιο του 1825 όταν ξαναγύρισε στην Ελλάδα, ο Ιμπραήμ είχε αποβιβαστεί στην Πελοπόννησο και η ελληνική κυβέρνηση αναζήτησε στο πρόσωπο του δραστήριου Φαβιέρου τον έμπειρο αξιωματικό, ο οποίος θα μπορούσε να οργανώσει τακτικό στρατό* αντάξιο του υπό τον Ιμπραήμ αιγυπτιακού. Έτσι στις 30 Ιουλίου 1825 ο Φαβιέρος διορίστηκε διοικητής και εκπαιδευτής του τακτικού σώματος, το οποίο έλαβε μέρος σε πολλές επιχειρήσεις. Η επίσημη τελετή παράδοσης του τακτικού σώματος στρατού έγινε στην πλατεία του Πλατάνου, τώρα Συντάγματος, του Ναυπλίου και ο Παν. Ρόδιος** παρέδωσε τη διοίκησή του στο Φαβιέρο.
Στις αρχές Αυγούστου του 1826 έλαβε μέρος στην μάχη του Χαϊδαρίου όπου ηττήθηκε και στις 30 Νοεμβρίου 1826 διέσπασε με 530 άνδρες την πολιορκία της Ακρόπολης μεταφέροντας πολεμοφόδια αλλά έμεινε πολιορκημένος εκεί μέχρι τις 24 Μαΐου 1827 οπότε και συνθηκολόγησε. Το καλοκαίρι του 1827 έλαβε μέρος στην εκστρατεία της Χίου που διακόπηκε μετά από την αντίδραση των μεγάλων δυνάμεων.
Το 1828 μετά από διαφωνία του με τον Καποδίστρια έφυγε από την Ελλάδα για την Γαλλία όπου πήρε μέρος στην επανάσταση του Ιουλίου του 1830, οπότε διορίστηκε φρούραρχος του Παρισιού. Το 1839 έγινε γενικός επιθεωρητής στρατού, και το 1845 ομότιμος της Άνω Βουλής. Το 1842 η Γ’ Ελληνική Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας τον ανακήρυξε επίτιμο Έλληνα πολίτη και του απονεμήθηκε από τον Όθωνα ο Μεγαλόσταυρος του Τάγματος του Σωτήρος. Με τον θάνατό του το 1855 κηρύχθηκε τριήμερο πένθος στον Ελληνικό στρατό και η Ακρόπολη φωταγωγήθηκε πένθιμα.
Υποσημειώσεις
Ο τακτικός στρατός κατά το 1825
Η δύναμις του Τακτικού Στρατού κατά το έτος 1825 ήτο 4.000 άνδρες, η δε σύνθεσή του η ακόλουθη:
Διοικητής
Συνταγματάρχης Κάρολος Φαβιέρος, Γάλλος
παραλαβών την Δ/σιν την 30ην Ιουλίου 1825 παρά του Συνταγματάρχου Ροδίου.
ΠΕΖΙΚΟΝ
Α’ Τάγμα (Αθηνών) – 8 Λόχων (120-140 ανδρών έκαστος)
Β’ Τάγμα (Ναυπλίου) – 6 Λόχων (120-140 ανδρών έκαστος)
Γ’ Τάγμα (Αθηνών) – 8 Λόχων (120-140 ανδρών έκαστος)
Δ’ Ημίταγμα – 4 Λόχοι (120-140 ανδρών έκαστος)
Τμήμα Ελαφρού Πεζικού Ανιχνευτών Σταυροφόρων Δυνάμεως 250 ανδρών
ΙΠΠΙΚΟΝ
Διοικητής Tαγματάρχης Ρεννώ, Γάλλος
‘Υλη Λογχιστών
‘Υλη Καραμπινοφόρων
‘Υλη Ανίππων
ΠΥΡΟΒΟΛΙΚΟΝ
Διοικητής Λογαγός Εμμανουήλ Καλλέργης
Πυροβολαρχία 200 ανδρών μετά τεσσάρων (4) ορεινών πυροβόλων
ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ
ΟΠΛΟΣΤΑΣΙΟΝ
Από του Σεπτεμβρίου 1825 ήρξατο λειτουργούν εν Ναυπλίω εργοστάσιον επισκευής παλαιών τυφεκίων και πυροβόλων, ως και κατασκευής πυρομαχικών και βλημάτων πυροβολικού, υπό την διεύθυνσιν του Γάλλου Συνταγματάρχου Αρνώ, αφιχθέντος εκ Γαλλίας με Επιτελείον πυροτεχνουργών και αναγκαιούντων μηχανημάτων.
ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
Διοικητής/Διευθυντής Λογαγός Μαγιές, Γάλλος
Η Σχολή Αξιωματικών Τακτικού Σώματος ελειτούργησε από τον Οκτώβριο 1825
Πρόκειται για την πρώτη Στρατιωτική Σχολή της Νεωτέρας Ελλάδος.
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑ
Διά θεσπίσματος του Βουλευτικού της 11ης Οκτωβρίου 1825 απεφασίσθη η σύστασις των αναγκαίων Νοσοκομείων διά την περίθαλψιν των ασθενών και τραυματιών.
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Άμα τη συγκροτήσει του, το Τακτικόν Σώμα μετέβη εις Αθήνας την 1ην Οκτωβρίου 1825 γενόμενο ενθουσιωδώς δεκτόν. Τον Μάρτιο του 1826, ο Φαβιέρος, άνευ διαταγών και με δική του πρωτοβουλία, ωδήγησε το Τακτικόν εις Κάρυστον, όπου ηττήθη από τον Ομέρ Πασά τον Καρυστινό. Ανεσυγκροτήθη εκ ν έου εις Αθήνας και έλαβε νέες στολές. Αυτές ήταν:
Αμπέχωνο γαλάζιο στολισμένο στα στήθη με αργυρόπλεκα γαϊτάνια
παντελόνι φαιό
κράνος αγγλικό μαύρο, απαστράπτων, με λοφίο από μαύρα και άπρα πτερά
Σπαθιά αξιωματικών με χρυσή λαβή
όπλα στρατιωτών με ξιφολόγχη
δερμάτινος γυλιός
Παρά την λαμπρή εμφάνιση, το Σώμα εστερείτο ηθικού και δεν εσημείωσε αξιόλογη δράση με εξαίρεση την είσοδό του στην πολιορκουμένη υπό του Κιουταχή Ακρόπολη των Αθηνών την 30η Νοεμβρίου 1826.
Η ενίσχυσις των πολιορκουμένων με άνδρες και εφόδια παρέτεινε την πολιορκία έως τις 27 Μαϊου 1827 οπότε υπήρξε συνθηκολόγησις υπέρ των Τούρκων.
Τα λείψανα του Τακτικού ανεσυγκροτήθησαν εις Πόρον και ανεχώρησαν δια την τελευταία εκστρατεία στην Χίο τον Οκτώβριο του 1827.
Η Ελληνική κυβέρνησις, μη δυναμένη να συντηρήση το Τακτικόν, ενέκρινε την εκστρατεία της Χίου διότι τα έξοδα τα ανέλαβαν οι Χιώτες της διασποράς. ‘Ετσι, η τελευταία δύναμις στρατού εξέφυγε από τα χέρια της Κυβερνήσεως η οποία, ανίκανη να επιβληθή στην εσωτερική αναρχία, κατέφυγε εις Αίγινα εν αναμονή του Καποδίστρια.
Charles Favier, baron (1782-1855)
Παναγιώτης Ρόδιος (1789-1851)
Γεννήθηκε στη Ρόδο το 1789. Ο πατέρας του, Γεώργιος, ήταν εμποροπλοίαρχος, και ιδιοκτήτης πλοίου. Τα πρώτα του γράμματα, τα έμαθε στη Ρόδο και δεν θέλησε να ακολουθήσει το επάγγελμα του καραβοκύρη. Μετά το θάνατο του πατέρα του, πούλησε το πλοίο του και πήγε για σπουδές στο Φιλολογικόν Γυμνάσιον Σμύρνης όπου και διακρίθηκε. Στο σχολείο της Σμύρνης δίδασκαν σημαντικότατοι δάσκαλοι, εκπρόσωποι του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, όπως ο Κων/νος Κούμας και οι αδελφοί Στέφανος και Κων/νος Οικονόμος. Από τη Σμύρνη ταξίδεψε αρχικά για την Πάδουα και στη συνέχεια στο Παρίσι για να σπουδάσει ιατρική. Εκεί προσχώρησε στις ιδέες του Διαφωτισμού και στον κύκλο του εκφραστή τους, Αδαμάντιο Κοραή, ο οποίος αποτέλεσε το πνευματικό του πρότυπο.
Όμως, πριν ολοκληρώσει τις σπουδές του, ξεκίνησε η Ελληνική Επανάσταση το 1821. Τότε, εγκατέλειψε το Παρίσι και τον Αύγουστο του 1821 επέστρεψε στην Ελλάδα και κατατάσσεται στο πρώτο τακτικό σώμα στρατού. Μετέχοντας στη συνοδεία του Σκωτσέζου φιλέλληνα Τόμας Γκόρντον, κατευθύνθηκε στο Άστρος, όπου θα συναντούσαν τον Δημήτριο Υψηλάντη. Ο Ρόδιος ενταγμένος στο επιτελείο του Υψηλάντη συμμετείχε στην πολιορκία της Τριπολιτσάς μέχρι την πτώση της.
Ο διακεκριμένος Φαναριώτης Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, πολιτικός και διανοούμενος, συνάντησε τον Ρόδιο στην Κόρινθο και τον έθεσε υπό την πολιτική του προστασία Ο Ρόδιος έλαβε μέρος στη μάχη του Πέτα, με το βαθμό του λοχαγού, διακρίθηκε για την ανδρεία του και ήταν από τους ελάχιστους επιβιώσαντες. Με τα λείψανα του τακτικού στρατού συμμετείχε στην κατάληψη του Ναυπλίου από τους Έλληνες.
Τον Νοέμβριο του 1822 ο Ρόδιος ανέλαβε τη διοίκηση του πρώτου τάγματος του τακτικού στρατού, παίρνοντας προαγωγή στο βαθμό του ταγματάρχη.
Ο Ρόδιος, προσχώρησε στην κυβέρνηση του Κουντουριώτη παίρνοντας μάλιστα τη σημαντικότερη πολιτική θέση της σταδιοδρομίας του, εκείνη του προσωρινού Γενικού Γραμματέα του Εκτελεστικού, αναπληρώνοντας τον Μαυροκορδάτο, δεύτερος πολιτειακός παράγοντας, μετά τον πρόεδρο του Εκτελεστικού, Κουντουριώτη.
Από τον Ιούλιο του 1824 ο Ρόδιος προήχθη στο βαθμό του συνταγματάρχη, επιφορτισμένος με τα καθήκοντα του αρχηγού του τακτικού σώματος στρατού. Τον Ιούλιο του 1824, συνυπέγραψε την επίσημη ανασύσταση του τακτικού στρατού, την οποία ανέλαβε να φέρει σε πέρας. Το 1825 παρέδωσε τη διοίκηση του τακτικού στρατού στον Γάλλο αξιωματικό, Φαβιέρο.
Διετέλεσε στενός συνεργάτης του πρώτου Έλληνα Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια και Γραμματέας επί των Στρατιωτικών. Επί υπουργίας του συμβάλλει στην ίδρυση του Κεντρικού Πολεμικού Σχολείου.
Ο Ι. Καποδίστριας δολοφονείται τον Οκτώβριο του 1831 και το 1833 ο Όθων φθάνει στην Ελλάδα ως πρώτος βασιλιάς της. με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 3η2 Φεβρουαρίου 1830 αναγνωρίζεται διεθνώς το ανεξάρτητο ελληνικό κράτος.
Μετά την εξέγερση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843 ο Ρόδιος διορίζεται στρατιωτικός διοικητής Αργολίδος. Ο βασιλιάς Όθωνας προάγει τον Ρόδιο σε υποστράτηγο. Ο Ρόδιος συμμετέχει ως πληρεξούσιος του Ναυπλίου στην Εθνοσυνέλευση και μετέχει, ως μέλος της συντακτικής Επιτροπής του Συντάγματος. Το 1844 αναλαμβάνει καθήκοντα Γραμματέως επί των Στρατιωτικών, ενώ το 1848 διατελεί και πάλιν, Υπουργός Στρατιωτικών. Παντρεύτηκε μία από τις κόρες του Γενναίου Κολοκοτρώνη, με την οποία απέκτησε ένα γιο και πέθανε το 1851 σε ηλικία 62 ετών.
Ο Φαβιέρος για τις μάχες στο Χαϊδάρι
Την επομένη της μάχης ο Κάρολος Φαβιέρος και οι άνδρες του αποχώρησαν από το στρατόπεδο της Ελευσίνας χωρίς καμία προειδοποίηση και μετέβησαν στη Σαλαμίνα. Ο Γάλλος συνταγματάρχης ήταν ιδιαίτερα απογοητευμένος από την έκβαση των επιχειρήσεων στο Χαϊδάρι αλλά και από τη συμπεριφορά των ατάκτων πολεμιστών απέναντι στο τακτικό στράτευμα. Η αναφορά, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας παρατίθεται παρακάτω, μας επιτρέπει να κατανοήσουμε καλύτερα τη στάση του Φαβιέρου κατά τις μάχες του Χαϊδαρίου. Αυτό είναι απόλυτα αναγκαίο, καθώς ο Φαβιέρος έχει κατηγορηθεί από πολλούς οπλαρχηγούς που άφησαν απομνημονεύματα, αλλά και από ιστορικούς, ότι φέρθηκε με αλαζονεία, δεν ήταν ιδιαίτερα συνεργάσιμος και ότι η επιθυμία του για προσωπική δόξα δεν επέτρεψε την ευόδωση των επιχειρήσεων στο Χαϊδάρι.
«Απήλθον είς την Κούλουρην με δύο τάγματα και τέσσαρα πυροβόλα και ένα λόχον τών φιλελλήνων. Μ’ εκακοφαίνετο πολύ τό ότι δεν είχον τό Ιππικόν, διότι τότε ήθελε διαλυθή ή πολιορκία. Την 3ην επέρασα είς την Ελευσίνα. Η γνώμη μου ήτο ν’ ανοίξωμεν δρόμον από τό μοναστήριον Δαφνί ή άπό τόν Πειραιά, διά νά έχωμεν τάς απαιτουμένας διά τόν στρατόν συγκοινωνίας. Την 6ην διαβάντες από τά όρη εφθάσαμεν την νυκταν είς τόν περίβολον του Χαϊδαρίου, θέσις, περί την οποίαν υπάρχουν λόφοι. Την αυγήν μάς περιεκύκλωσε τό ιππικόν του εχθρού, όστις ήρχισε μετ’ όλίγον να πυροβολεί καθ’ ημών, και μας έβλαψεν οπωσούν […].
Αφού οι Τούρκοι έφυγον άφ’ όλα τά μέρη, μόλις εμφανισθέντων τών στρατευμάτων μας, επρότεινα είς τους οπλαρχηγούς νά διώξωμεν τόν εχθρόν. Ούτως ηθέλομεν διαλύσει την πολιορκίαν ωφεληθέντες από την δειλίαν του. Αλλ’ αυτοί κατεσκεύασαν προμαχώνες επί τινών θέσεων, τάς οποίας εκυριεύσαμεν. Την επιούσαν έφθασεν αρκετή βοήθεια είς τόν Κιουταχηή από τόν Εύριπον υπό τόν Ομέρ πασσάν. Την επαύριον επαρουσιάσθη ο έχθρός είς τά χαράγματα τής αυγής με τρεις χιλιάδας περίπου, έξ ών αι δύο χιλιάδαι πεζοι […].
To εσπέρας τέλος δεν είχομεν ούτε άρτον, ούτε νερόν, ούτε συγκοινωνίαν. Ο δε στρατηγός Καραϊσκάκης με ειδοποίησεν ότι την νύκτα έμελλε να επιπέση μ’ όλον του τόν στρατόν κατά του εχθρού και εζήτει νά μείνω είς εφεδρείαν εις τόν περίβολον. Υπεσχέθη και έμεινα, και μετά δυο ώρας είδον εμαυτόν μ’ απορίαν μου μεταξύ τών Τούρκων. Διά τούτο ή αποχώρησίς μου έγινε πολύ ακαταλλήλως είς στράτευμα τακτικόν. Είμεθα ή οπισθοφυλακή ομού με τους φιλέλληνας, έξ ών συνελήφθησαν δύο. Τέλος διελθόντες από μέρη πολύ δύσβατα, εφθάσαμεν είς την πεδιάδα, όπου εμάθομεν ότι πρό δυο ωρών είχον αναχωρήσει τά άτακτα στρατευματα. Οι άτακτοι διήρπασαν τά σκεύη τών στρατιωτών μας, ένώ ούτοι άπήρχοντο είς την μάχην, αι δε νυκτοφύλακαί μας ετουφέκισαν ερχομένους. Διά ταύτα δεν ήτο δυνατόν νά διατηρηθή τό νέον τούτο τακτικόν σώμα είς την Ελευσίνα έν τω μέσω τών ατάκτων στρατιωτών, οι οποίοι ήρχισαν νά λιποτακτούν και ηδύναντο νά παρασύρουν και τους τακτικούς εις την φυγήν των.
Όθεν ανεχώρησα και ήλθον είς τά Αμπελάκια, όπου εύρον και τό ιππικόν όλον πυρ άλλ’ εις μεγάλην αταξίαν. Όλη ή ζημία μας συνίσταται είς εβδομήντα φονευμένους, πληγωμένους ή ζωγρημένους. Εκ τών φιλελλήνων ό Βολζιμόν, Μπω, Σουζιε σοβαρά επληγώθησαν, ο Ρουσσέν και ο Πεκαράρα ηχμαλωτίσθηκαν, ώς και ο νέος ανδρείος Ρίζος. Του εχθρού ή ζημία συνίσταται είς χιλίους επτακοσίους».
Ο ιστορικός Διονύσιος Κόκκινος υποστηρίζει ότι ο ισχυρισμός του Φαβιέρου για συνεννόησή του με τον Καραϊσκάκη, προκειμένου να γίνει επίθεση εναντίον των Τούρκων τις πρώτες πρωινές ώρες της 9ης Αυγούστου είναι μάλλον λανθασμένος, αφού είναι βέβαιος ότι ο οπλαρχηγός δεν θα επιχειρούσε επίθεση σε πεδινό έδαφος εναντίον ενός κατά πολύ υπεράριθμου αντιπάλου. Από την άλλη πλευρά, αποκλείει την πιθανότητα να ψεύδεται ο Γάλλος και αποδίδει την παρεξήγηση, που ταλαιπώρησε τόσο πολύ τους άνδρες του τακτικού στρατού, σε κακή συνεννόηση λόγω ανεπαρκούς διερμηνείας. Ο Δημήτριος Αινιάν (1800-1881), ένας από τους πιο πιστούς αγωνιστές και φίλους του Καραϊσκάκη, και ο κατεξοχήν βιογράφος του μεγάλου ήρωα, πιστεύει ότι η όλη στάση του Φαβιέρου και η παραπάνω αναφορά είναι αποτέλεσμα του συνεταιρισμού του Γάλλου συνταγματάρχη με τους «εν Ναυπλίω εχθροϋς του Καραϊσκάκη» αλλά και της επιθυμίας του να γίνει γενικός αρχηγός της εκστρατείας για την απελευθέρωση της Αθήνας από τον κλοιό του Κιουταχή.
Οι αυστηρές κρίσεις του Αινιάνα είναι προφανώς επηρεασμένες από τον μεγάλο θαυμασμό που έτρεφε προς τον Γεώργιο Καραϊσκάκη. Ο Φαβιέρος ήταν αναμφίβολα γενναίος άνδρας και ικανότατος αξιωματικός, με μεγάλη πείρα σε στρατιωτικές επιχειρήσεις. To πολεμικό του ταλέντο είχε αναδειχθεί στους Ναπολεόντειους πολέμους. To 1807 απεστάλη στην Κωνσταντινούπολη και αμέσως μετά στην Περσία, όπου αναδιοργάνωσε τη στρατιωτική επιμελητεία. Προήχθη στον βαθμό του συνταγματάρχη το 1815. Κατά την περίοδο 1822-1823 πολέμησε στην επαναστατημένη Ισπανία στο πλευρό της φιλελεύθερης παράταξης. To 1825 τον κάλεσε η ελληνική κυβέρνηση, προκειμένου να αναλάβει την ανασυγκρότηση του τακτικού στρατιωτικού σώματος της Ελλάδας. Οι μεγάλες ικανότητες του Φαβιέρου φάνηκαν στην επιτυχημένη επιχείρηση εισόδου μεγάλου τμήματος του τακτικού στρατού με πολλά εφόδια στην πολιορκούμενη Ακρόπολη στα τέλη Νοεμβρίου 1826. Παρά τη μεγάλη του εμπειρία, όμως, ο Φαβιέρος ήταν παντελώς ανίδεος σχετικά με τις μεθόδους και τις τεχνικές του ανταρτοπόλεμου, που διενεργούσαν οι Έλληνες οπλαρχηγοί, μη έχοντας στη διάθεσή τους οργανωμένο, εξοπλισμένο και πολυάριθμο στρατό, όπως οι Τούρκοι. Οι γνώσεις και οι εμπειρίες του Φαβιέρου δεν ανταποκρίνονταν στις ανάγκες και τις δυνατότητες του ελληνικού αγώνα κι έτσι δεν φάνηκαν ιδιαίτερα ωφέλιμες.
Πηγές
Οδυσσέας Κουμαδωράκης « Πέτρος Μπελίνος: Ένας Φιλέλληνας στο Άργος», Περιοδικό Αναγέννηση, τεύχος 357, 1998.
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών.
Η ιστορία των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων δια μέσου των αιώνων, http://www.hellasarmy.gr
Δήμος Χαϊδαρίου.
Η μάχη του Χαιδαρίου
Iδιαίτερους δεσμούς έχει το Χαϊδάρι και με την ιστορική περίοδο της Επανάστασης του 1821, αφού αποτέλεσε το θέατρο κρίσιμων μαχών που έλαβαν χώρα στις 6 και 8 Αυγούστου του 1826 αλλά και της μικρότερης μάχης στο Δαφνί στις 21 Μαρτίου 1827, ελάχιστες εβδομάδες πριν από τη δεινή ήττα των Ελλήνων στον Ανάλατο. Τόσο οι μάχες στο Χαϊδάρι, όσο και αυτή στο Δαφνί είχαν πρωταγωνιστές τον Γεώργιο Καραϊσκάκη (1780-1827) και τους οπλαρχηγούς που είχαν συνταχθεί στο πλευρό του, καθώς και τον Γάλλο αξιωματικό Κάρολο Φαβιέρο (1782-1855) επικεφαλής των δυνάμεων του ελληνικού τακτικού στρατού και του μικρού τάγματος των φιλελλήνων. Οι μάχες αυτές αποτέλεσαν μέρος των επιχειρήσεων στο πλαίσιο της προσπάθειας για απελευθέρωση της Ακρόπολης, του κάστρου των Αθηνών, που τελούσε υπό πολιορκία από τον Μεχμέτ Ρεσίτ πασά, γνωστό και ως Κιουταχή (1780-1839).
Η ακριβής τοποθεσία του Χαϊδαρίου όπου έγιναν οι μάχες εντοπίζεται στην περιοχή του Ελαιώνα, εκεί όπου σήμερα υπάρχει ο πύργος Παλατάκι. Εκεί υπήρχε μεγάλο περιφραγμένο αγρόκτημα, γνωστό ως Αχερδάρι (Χαϊδάρι). Σύμφωνα με την παράδοση, το κτήμα αυτό πήρε το όνομά του από τον επί Τουρκοκρατίας ιδιοκτήτη του Χαϊδάρ πασά. Όπως θα δούμε στις παρακάτω ενότητες, οιΈλληνες ταμπουρώθηκαν πίσω από τον περίβολο του αγροκτήματος και στους γύρω λόφους, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τα στρατεύματα του Κιουταχή. Η τοποθεσία αυτή ήταν ιδανική για τους πολεμιστές του Καραϊσκάκη αφενός μεν γιατί βρισκόταν αρκετά κοντά στο στρατόπεδό τους στην Ελευσίνα (Ιούλιος - Οκτώβριος 1826) και αφετέρου διότι ήταν προστατευμένη από λόφους, πράγμα που ευνοούσε τον ανταρτοπόλεμο που διεξήγαγαν οιΈλληνες εναντίον των πολυάριθμων τουρκικών στρατευμάτων. Σήμερα, μια μαρμάρινη τιμητική στήλη καθώς και μια προτομή του Καραϊσκάκη, τοποθετημένες στην πλατεία γύρω από το Παλατάκι, θυμίζουν τα γεγονότα του Αυγούστου του 1826. Κατά τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα η περιοχή που καταλαμβάνει ο σύγχρονος Δήμος Χαϊδαρίου ήταν δασώδης και αρκετά ερημική. Οι ελάχιστοι κάτοικοι ήταν κατά πάσα πιθανότητα συγκεντρωμένοι γύρω από το κτήμα του Χαϊδάρ πασά και ασχολούνταν με την κτηνοτροφία. Σε έγγραφο με στατιστικά στοιχεία και χρονολογία 1840 σημειώνεται ότι το Χαϊδάρι ήταν μικρότατος οικισμός με δέκα κατοίκους. Από εδώ πέρασε ο νεαρός Gustave Flaubert πηγαίνοντας προς την Ελευσίνα.
Η μονή Δαφνίου ήταν σχεδόν ερημωμένη στις αρχές του 19ου αιώνα. To καλοκαίρι του 1821, κατά την εκστρατεία του Ομέρ Βρυώνη στην Αττική, το μοναστήρι λεηλατήθηκε άγρια και υπέστη σοβαρές φθορές. Αργότερα χρησιμοποιήθηκε περιστασιακά ως ορμητήριο των αγωνιστών κατά την Επανάσταση του 1821.
ΠΗΓΗ: Δήμος Χαιδαρίου
Μια άλλη εκδοχή
Μάχη του Χαϊδαρίου (1826)
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αψιμαχία Ιππικού στη μάχη του Χαϊδαρίου
Χρονολογία 6 και 8 Αυγούστου 1826
Τόπος Χαϊδάρι
Έκβαση ήττα των Ελλήνων
Εμπλεκόμενες πλευρές
Έλληνες επαναστάτες
Οθωμανική αυτοκρατορία
Ηγετικά πρόσωπα
Καραϊσκάκης
Κιουταχής
Δυνάμεις
4.200 άνδρες, 4 πυροβόλα
10.000 άνδρες, 26 πυροβόλα
Απώλειες
μεγάλες
ελάχιστες
Η μάχη του Χαϊδαρίου ήταν ένα από τα πολεμικά επεισόδια της επανάστασης του 21.
Ο Καραϊσκάκης μόλις διορίστηκε αρχιστάτηγος του στρατού της Στερεάς Ελλάδας αποβιβάστηκε με 130 άτακτους στην Σαλαμίνα, από όπου μετά από λίγο πήγε στην Ελευσίνα. Εκεί τον ακολούθησαν και άλλοι άτακτοι και σύντομα η δύναμή του ανήρθε στους δυόμισυ χιλιάδες. Προστέθηκαν και άλλοι 1.700 από τα Μέθανα, 70 φιλέλληνες, και τέσσερα πυροβόλα. Στις 28 Ιουλίου αποβιβάστηκε στην Ελευσίνα και έκανε στρατόπεδο. Εκεί ήρθε ο Κιουταχής από την Θήβα με δέκα χιλιάδες πεζούς και ιππείς, και 26 πυροβόλα. Ο Κιουταχής κυρίευσε την Αθήνα στις 3 Αυγούστου 1826 και ετοιμάστηκε να επιτεθεί κατά της Ακρόπολης που την υπεράσπιζε η φρουρά του Γκούρα.
Ο στρατός του Καραϊσκάκη και του Φαβιέρου κινήθηκε τη νύχτα της 5ης - 6ης Αυγούστου χωρίς αποσκευές και έφτασε τα μεσάνυχτα στο Χαϊδάρι, όπου και εγκαταστάθηκαν παντού στα καίρια σημεία. Τα χαράματα της 6ης Αυγούστου οι περίπολοι των Τούρκων αναγνώρισαν τις θέσεις των Ελλήνων και τους επιτέθηκαν με ιππικό. Οι Τούρκοι αναχαιτίστηκαν και υποχώρησαν καταδιωκόμενοι άτακτα. Μετά από λίγο όμως έφτασε και το τούρκικο πεζικό και το κύριο ιππικό σώμα, τα οποία σχημάτισαν δύο φάλαγγες και επιτέθηκαν στους Έλληνες. Το ιππικό αποκρούστηκε και πάλι. Ακολούθησε το πεζικό, το οποίο αναχαιτίστηκε δύο φορές, αλλά στην τρίτη έφοδο τα ελληνικά χαρακώματα άρχισαν να κλονίζονται. Επενέβη ο λόχος των φιλελλήνων και οι Τούρκοι ανατράπηκαν και υποχώρησαν άτακτα, καταδιωκόμενοι από φιλέλληνες και άτακτους Έλληνες. Φτάνοντας στην πεδιάδα, οι άτακτοι σταμάτησαν αφήνοντας μόνους τους τακτικούς, οι οποίοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη νίκη και να επιστρέψουν στις θέσεις τους στο Χαϊδάρι.
Μετά την μάχη αυτή, ο Καραϊσκάκης αποφάσισε να εγκαταλείψει το Χαϊδάρι και να μεταφέρει το στρατόπεδο στην Ελευσίνα.
Δεύτερη μάχη του Χαϊδαρίου
Την επόμενη μέρα έφτασαν δύο Έλληνες από την Ακρόπολη λέγοντας ότι οι Τούρκοι ετοιμάζονται να λύσουν την πολιορκία και να φύγουν. Ζήτησαν στρατό για να επιτεθεί στους αποχωρούντες Τούρκους. Ο Καραϊσκάκης λογω της είδησης αυτής ματαίωσε τα σχέδια της μεταφοράς του στρατοπέδου στην Ελευσίνα. Η πληροφορία αυτή όμως αναδείχτηκε ανακριβής, αφού οι Τούρκοι όχι μόνο δεν αναχώρησαν, αλλά ενισχύθηκαν με 3.000 άνδρες του Ομέρ πασά από την Χαλκίδα. Οι Έλληνες έμειναν στο Χαϊδάρι και κατέλαβαν διάφορες θέσεις. Εκεί τους βρήκαν την επόμενη μέρα οι Τούρκοι πολυαριθμότεροι, ανερχόμενοι αυτή τη φορά στις πέντε χιλιάδες πεζούς και ιππείς. Ο Φαβιέρος απέκτουσε την πρώτη έφοδο των Τούρκων, αλλά από παρεξήγηση και αφού τραυματίστηκε και αποχώρησε ο διοικητής Ροβέρτος αφήνει ένα κενό, από το οποίο μπάινει το τούρκικο ιππικό και σπαθίζει τους τακτικούς Έλληνες, οι οποίοι αναγκάζονται να υποχωρήσουν εγκαταλείποντας τη θέση τους. Οι Τούρκοι καταλαμβάνουν τον λόφο και εγκαθίστανται εκεί. Οι υπόλοιποι Τούρκοι αναχαιτίστηκαν από τον Καραϊσκάκη. Η μάχη κράτησε μέχρι τις δύο μ.μ.
Μετά την λήξη της μάχης ο Καραϊσκάκης έκανε συμβούλιο και συζήτησε πάλι την μεταφορά του στρατοπέδου στην Ελευσίνα. Για να μην δημιουργήθεί όμως η εντύπωση της ηττας, οι Έλληνες σχεδίασαν νέα νυχτερινή επίθεση κατά των Τούρκων. Οι Τούρκοι αντιλήφθηκαν τα σχέδια και έτρεψαν τους Έλληνες σε φυγή.
Η άτακτη υποχώρηση των Ελλήνων συνεχίστηκε όλη τη νύχτα μέχρι που έφτασαν στην Ελευσίνα.
ΠΗΓΗ: Μεγάλη Στρατιωτική και Ναυτική Εγκυκλοπαιδεία, Τόμος 6, Σ-Ω. Αθήνα: Έκδοσις Μεγάλης Στρατιωτικής και Ναυτικής Εγκυκλοπαιδείας. 1929, σελ. 518 (pdf) και 519
Η ΤΡΟΙΖΗΝΙΑ ΣΤΟΝ ΕΘΝΙΚΟΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟ ΑΓΩΝΑ
Αμέσως μετά την έναρξη της Επανάστασης της 25ης Μαρτίου 1821, οι κάτοικοι της περιοχής Τροιζηνίας, που πολλοί από αυτούς είχαν μυηθεί στη Φιλική Εταιρία, ξεσηκώθηκαν σαν ένα σώμα κατά του κατακτητή και ενώθηκαν με τους υπόλοιπους επαναστατημένους Έλληνες, προσφέροντας όσες δυνάμεις είχαν.
Οι κάτοικοι της Τροιζήνας πήραν ενεργά μέρος στην εθνεγερσία του 1821 και η ευρύτερη περιοχή έγινε επανειλημμένα θέατρο συγκρούσεων και ευρέων στρατιωτικών μετακινήσεων, ιδίως μετά την επίθεση των Τουρκο-αιγυπτίων του Ιμπραήμ.
Η Τροιζηνία απελευθερώθηκε νωρίς χάρις στον Επίσκοπο Δαμαλά Ιωνά αλλά και στους οπλαρχηγούς Χριστόδουλο και Γεώργιο Μερτίκα, καθώς και στον Γεώργιο Κριεζή, που έδωσαν το σύνθημα της Επανάστασης στις αρχές Απριλίου του 1821.
Ιδιαίτερη αναφορά θα πρέπει να γίνει εδώ στο έργο του φιλέλληνα Γάλλου στρατηγού Φαβιέρου, που δημιούργησε οχυρές θέσεις κοντά στον ισθμό των Μεθάνων και συνέβαλε στη μετατροπή των μάλλον άτακτων επαναστατικών ελληνικών δυνάμεων σε τακτικό στρατό.
Στην Τροιζηνία έδρασε και ο φιλέλληνας Ιωσήφ Αμπάτης, γενναίος πολεμιστής από το Βονιφάτιο της Κορσικής, κεφαλλονίτικης καταγωγής, στρατιωτικός, που εντάχθηκε στο στρατό του Φαβιέρου.
Μετά τον Αγώνα παρέμεινε στην Ελλάδα και έφτασε μέχρι του βαθμού του Συνταγματάρχη. Το Ελληνικό κράτος βοήθησε τον Αμπάτη να αγοράσει μια μεγάλη έκταση στην Καλλονή Τροιζηνίας για την προσφορά του στην Ελλάδα.
Εξαίρετος ναυμάχος της Επανάστασης του '21 ήταν και ο Αναγνώστης Δαμαλίτης από την Τροιζήνα, ο οποίος εγκαταστάθηκε στην Ύδρα.
Το πρώτο ελεύθερο Πάσχα γιορτάσθηκε επίσημα το 1826 στην Τροιζήνα με τέτοια κατάνυξη και λαμπρότητα, που ο Νικόλαος Δραγούμης γραμματέας στην Γ Εθνοσυνέλευση, έμεινε καταγοητευμένος και γράφει σχετικά για αυτό:
"... Παρέστημεν εις την ιεράν μυσταγωγίαν εν τω αγροτικώ ναώ του χωρίου...ο ιερεύς ανυψώσας προς τον oυρανόν τους οφθαλμούς, ηυχήθη υπέρ των κατά ξηράν και θάλασσαν μαχομένων ...και είδα καταρρέοντα τα δάκρυα του περιεστώτος λαού ..."
Και αναφερόμενος στην προετοιμασία για το ψήσιμο των αρνιών: " ... η κνίσσα του οπτωμένου οβελίου αμνού, ουρανόν ίκε ελισσομένη περί καπνώ και διωκομένη υπό αύρας ζεφυρίτιδος, έκνιζε τους λαιμαργούντας ημών οσφρητήρας ..."
ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΡΙΕΖΗΣ
Ο Αντώνιος Κριεζής (1796-1η Απριλίου 1865) ήταν αγωνιστής κατά την Eλληνική Επανάσταση του 1821 και αργότερα δύο φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας.
Βιογραφία[επεξεργασία κώδικα]
Προερχόταν από οικογένεια της Ύδρας και γεννήθηκε στην Τροιζήνα το 1796. Στα 15 του αιχμαλωτίστηκε μαζί με τον αδερφό του Ιωάννη από Αλγερινούς πειρατές, έγινε σκλάβος για τρία χρόνια και επέστρεψε στην Ύδρα.
Μετά το ξέσπασμα την Επανάστασης του 1821 μετά από προτροπή του Λάζαρου Κουντουριώτη εκτόπισε τον Αντώνιο Οικονόμου στο Κρανίδι επειδή είχε καταλάβει την εξουσία πραξικοπηματικά. Πήρε μέρος στις ναυτικές επιχειρήσεις στη Σάμο (Ιούλιος 1821) και στη ναυμαχία των Σπετσών (8 Σεπτεμβρίου 1822). Συμμετείχε το 1825 μαζί με τον Κανάρη στο εγχείρημα για την πυρπόληση του αιγυπτιακού στόλου μέσα στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας.
Το 1828 ο Καποδίστριας τον διόρισε μοίραρχο του στόλου και το 1829 συνετέλεσε στην παράδοση των Τούρκων της Βόνιτσας.
Επί Όθωνος προβιβάστηκε σε αντιναύαρχο (ο πρώτος του ελληνικού ναυτικού με αυτό τον βαθμό) και ονομάστηκε αυλάρχης. Το 1836 έγινε υπουργός των Ναυτικών στην Κυβέρνηση Άρμανσπεργκ. Χρημάτισε επίσης υπουργός επί των Ναυτικών στην βραχύβια Κυβέρνηση Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου του 1841. Στις 12 Δεκεμβρίου 1849 διαδέχτηκε τον Κανάρη στην πρωθυπουργία ως τις 16 Μαΐου 1854, σχηματίζοντας την Κυβέρνηση Κριεζή του 1849.
Επί βασιλιά Γεωργίου Α΄ ονομάστηκε επίτιμος υπασπιστή, σύμβουλος επί Ναυτικών Θεμάτων και υποναύαρχος (ήταν ο πρώτος στην Ελλάδα που έφτασε μέχρι αυτόν το βαθμό[1]).
Πέθανε στην Αθήνα την 1η Απριλίου 1865[1]. Ήταν παντρεμένος με την Κυριακούλα Βούλγαρη, κόρη του Γεωργίου Βούλγαρη.