π. Σπυρίδων Μ. Σταθάκης: Το ημερολόγιον ενός δωδεκάχρονου παιδιού...
ΤΟΥ π. ΣΠΥΡΙΔΩΝΑ Μ. ΣΤΑΘΑΚΗ: Το 1942 ήμουν δώδεκα χρονών. Γερμανική Κατοχή. Στον Πόρο ήτο η βάσις των Γερμανών, η λεγόμενη “Κομαντατούρα”. Αυτοί έκαναν έλεγχο από Σπέτσες – Ύδραν ... δηλαδή όλη την θαλάσσια περιοχή. Έλεγχαν όλα τα καίκια που πήγαιναν για Πειραιά και επιστροφή. Είχαν ένα μικρό σιδερένιο καράβι οπλισμένο με δύο βαρέα πολυβόλα πρύμνα – πλώρα. Ερχόταν κάθε πρωί, πλήρωμα είχαν δύο Γερμανούς. Ο ένας ελέγετο Χανς και ο άλλος Αύγουστος. Ο πρώτος ήτο Γερμανός και ο άλλος Αυστριακός. Ένα πρωί ήλθαν στο λιμάνι και έτυχε να ήμουν αφού ψάρευα με ένα καλάμι. Ήταν ημέρα Σάββατο. Ξυπόλυτος, αφού παπούτσια δεν υπήρχαν. Βγήκε ο Αύγουστος να το δέση, εμένα το μάτι έπεσε στη ζωστήρα που είχε κρεμασμένο ένα πιστόλι, εγώ αυτό κοιτούσα επίμονα. Δεν γνωρίζω τι κατάλαβε. Τι σκέφθηκε, τότε γυρίζει και μου έδωσε μία κλωτσιά.
Ο Χανς, όταν το είδε... τον έπιασε από τον γιακά. Δεν γνωρίζω τι του έλεγε στα Γερμανικά. Ασφαλώς του έκανε παρατήρηση.
Εκεί στον Πόρο που πήγαινα στο Γυμνάσιο είχα ακούσει ότι αυτός είχε άλλα τρία μικρά αδέλφια στη Γερμανία.
Γνώριζαν οι Γερμανοί ότι από Γαλατά ότι είχαν φύγει στο αντάρτικο 6 άτομα. Πήγαν απέναντι στα σπίτια αυτών και αφού έβγαλαν έξω δηλαδή, τις γυναίκες και τα παιδιά, έριξαν μία σκόνη και έκαψαν τα σπίτια των. Εκείνες τις ημέρες είχαν συλλάβει τα δύο αδέλφια Βιρβίλη, φαρμακοποιοί, τους μετέφεραν στην Αθήνα και τους εκτέλεσαν, διότι έκρυβαν και προωθούσαν Άγγλους στην Μέση Ανατολή.
Στο διάστημα που φοιτούσα στο Γυμνάσιο στον Πόρο, ο πατέρας μου μου έδινε ένα φάκελο μικρό και το έκρυβα στην κάλτσα μου. Μόλις έβγαινα από το καίκι, πήγαινα κατ' ευθείαν πίσω από την παραλί, αυτός που πούλαγε υφάσματα, κοίταζα να μην είναι κανείς στο κατάστημα και του έδινα τον μικρό φάκελο. Μετά την Κατοχή, ο πατέρας μου είχε αναφέρει σε πιο σημείο θα έστελνε το άτομο για να το παρκάρουν με υποβρύχιο στην Μ. Ανατολή. Το υποβρύχιο περίμενε έξα από την Ύδρα και μόνο νύκτα. Στα Μέθανα και στο ξενοδοχείο ΑΙ ΠΗΓΑΙ είχνα ζωγραφίσει ένα σφυροδρέπανο 4Χ4 τ. μ. στη φάτσα του, όλα τα παραλιακά σπίτια με συνθήματα του αγώνα του ΚΚΕ. Αυτά υπήρχαν και στα άλλα χωριά της Τροιζήνας.
Μετά από το κάψιμο του Γαλατά, αναγκάστηκε ο πατέρας μου π. Μιχαήλ .... να ειδοποιήσει τον ιερέα της Τακτικούπολης π. Σπυρίδωνα Λέκκα, τον εφημέριον Δαμαλά π. .. Μπούρλα, συνεννοήθη τηλεφωνικώς να ετοιμάσουν γυναίκες, κορίτσια, να ντύσουν με μαύρα ενδύματα και όρισαν ημερομηνία. Ο Δαμαλάς θα κατέβαινε στον κεντρικό δρόμο και θα περίμενε στο ίδιο μέρος. Ο π. Μιχαήλ ναύλωσε ένα καίκι και πήγε μέχρι το Βίδι. Όλοι μαζί ενώθηκαν και πήγαν στον Γαλατά και παρατάχθηκαν, οι ιερείς και όλες οι γυναίκες μαυροφορεμένες. Οι Γερμανοί, βλέποντας το πλήθος ανησύχισαν, κατέβηκε ο Διοικητής από την Κομεντατούρα και κοιτάγανε επιμόνως. Τότε, ο π. Μιχαήλ μπαίνει στην βάρκα και βγαίνει απέναντι. Τον ρωτάει ο Γερμανός, “τι θέλετε”; Απαντά ο π. Μιχαήλ: “Αυτές οι γυναίκες που βλέπετε είναι οι μανάδες και οι αδελφές αυτών που σκοτώθηκαν στον Αλβανικό πόλεμο, εμείς δεν έχουμε αντάρτες. Αυτοί κατέβηκαν νύκτα και γράφουνε διάφορα συνθήματα. Μάθαμε ότι θέλετε να μας κάψετε”. Τότε, ο διοικητής του είπε: “καλά, θα δούμε”. Μόλις γύρισαν στα χωριά τους, ξεκίνησε όλος ο λαός και έσβησαν με ασβέστες τα συνθήματα. Μετά από μία εβδομάδα ήλθαν οι Γερμανοί στο Στενό και απεβίβασαν ένα τάγμα πεζικού και άρχισαν να ψάχνουν τα βουνά, δηλαδή έκαναν εκκαθαριστική επιχείρηση. Πέρασαν στάνες με γιδοπρόβατα. Μάλιστα στο μανδρί του ... είχαν ετοιμάσει το γάλα, το ήπιαν με κύπελα οι Γερμανοί στρατιώται. Βεβαίως με χαμόγελο οι τσοπάνιδες τους το προσέφεραν και αυτοί τους ευχαριστούσαν, μπορούσαν κι αλλιώς;
Αφού πέρασαν το οροπέδιον της Θρονής, η μεν Διοίκησης περέμεινεν στα Μέθανα, ο υπόλοιπος στρατός προχωρούσε ανατολικά προς Κυψέλη, Αγ. Θεοδώρους, Κουνουπίτσα. Την Διοίκηση του Τάγματος, τους παρέλαβαν η αρχή του τόπου, ο πατέρας μου ιερεύς και διδάσκαλος, ο Παναγιώτης Μουζακιώτης, διευθυντής Ταχυδρομείου και ο δήμαρχος Μεθάνων. Τους προσέφερεαν γεύμα στο σπίτι του Μουζακιώτη, δηλαδή γεύμα Κατοχής: αυγά, τυρί, ελιές, κρασί και χόρτα του βουνού. Φαίνεται ότι ευχαριστήθηκαν και αναχώρησαν. Τον στρατό, τον παρέλαβε στον Άγιο Γεώργιο, τα πλοία που και έφυγαν προς Πειραιά. Φεύγοντας όμως άφησαν έναν Γερμανό στρατιώτη ότι δήθεν έχασε την μονάδα του. Αυτοί είχαν σκοπό να μήπως κατεβούν οι αντάρτες και τον σκοτώσουν. Οι Μεθενίτες ειδοποίησαν τον πατέρα μου, π. Μιχαήλ Σταθάκη, εφημέριον Μεθάνων. Αμέσως, βρήκε δύο άτομα τον Γεώργιος Παυλή και Δημήτριον Τριανταφύλλου , είχαν μεγάλα καίκαι, τον πήραν τον στρατιώτη Γερμανό και τον παρέδωσαν στην Κομεντατούρα. Τότε επείσθηκαν οι Γερμανοί ότι δεν υπήρχαν αντάρτες στα βουνά των Μεθάνων. Στην πραγματικότητα υπήρχαν δύο – τρεις μόλις τους ειδοποίησαν κατέφυγαν πάνω από το βουνό Χιόνα, 750 υψόμετρο.
Σκέπτομαι τώρα εγώ ο Γέρων π. Σπυρίδων Σταθάκης την μικρή μου, ήμουν 12 ετών, υπηρέτησα την πατρίδα μου ως έφεδρος αξιωματικός στα σύνορα της Δοϊράνης επί τρία έτη, σπούδασα τη Θεολογική επιστήμη 53 έτη, εφημέριος, εμπρός σ' αυτούς τους τρεις ιερείς τον π. Μιχαήλ, τον π. Σπυρίδωνα Λέκκα και τον π. Παναγιώτη Μπούρλα, εγώ είμαι ένα τίποτα. Αυτοί έπεισαν τον λαό της περιοχής με τον τρόπο που ενήργησαν αυτοί ανήκουν στους ήρωες ιερείς.
Θα ήθελα να επεκταθώ, αλλά από εδώ και πέρα ανήκουν στο χώρο του εμφυλίου πολέμου.
ΠΗΓΗ: ΑΡΧΕΙΟ ΣΑΒΒΑ Ν. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ