Skip navigation.
Home

Οσο υπάρχουν Αλέξανδροι...

«Κάθε οικογένεια, κάθε ομάδα, κάθε κοινωνία έχει τα παιδιά που της αξίζουν. Υπάρχει όμως και μια παρηγοριά. Ισως να μην είναι ακόμα τόσο αργά... Οσο υπάρχουν παιδιά όπως ο Αλέξανδρος, υπάρχει ακόμα ελπίδα. Καθισμένοι αναπαυτικά στο εδώλιο της χλιδής ας μην αγνοήσουμε το "κατηγορώ" του. Γιατί αν το αγνοήσουμε, σε λίγο θα είναι όντως πια πολύ αργά...».

Το σχόλιο του Ευγένιου Τριβιζά δεν παραμυθιάζει ούτε χαϊδεύει τα αυτιά μας. Πώς διαπλάθονται σήμερα τα παιδιά μέσα σε μια κοινωνία που έχει κλειστεί στο μονοδιάστατο και αλλοτριωμένο κλουβί της κατανάλωσης και της αμφίβολης «κοινωνικής επιτυχίας»; Πώς είναι δυνατόν να παροτρύνουμε τους μαθητές να αριστεύουν και την ίδια στιγμή να παραβιάζουμε κάθε έννοια αξιοκρατίας, διατηρώντας τη μικρή ή μεγάλη μας εξουσία; Πόσο απέχουν η διάπλαση από τη διαστροφή, η ανατροφή από την καταστροφή;

Ράπισμα στον καθωσπρεπισμό μιας κοινωνίας καθηλωμένης στο μαύρο κουτί αποτελεί η επιστολή του 13χρονου Αλέξανδρου. «Μάλλον ήρθε ο χρόνος να δούμε κατάματα και συγκεκριμένα την αλήθεια μας ως κοινωνία, όπως εξάλλου πολλοί από εμάς υποσχέθηκαν στην εποχή της νεότητάς τους», συμφωνούν πανεπιστημιακοί, μουσικοί, συγγραφείς, γονείς, εκπαιδευτικοί.

Για «αναξιόπιστη αγωγή» στην οικογένεια, το σχολείο, το πανεπιστήμιο, την ευρύτερη κοινωνία, σε όλους τους παραδοσιακούς τόπους άσκησης αγωγής στη χώρα μας κάνει λόγο ο Αθανάσιος Γκότοβος, καθηγητής Παιδαγωγικής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. «Μπορεί να υπάρχουν ορισμένα πράγματα στον κόσμο μας που ρυθμίζονται αυτόματα, πάντως η αγωγή δεν είναι ένα από αυτά. Εχω την αίσθηση ότι ως κοινωνία έχουμε βάλει τη διαπαιδαγώγηση της νέας γενιάς στον αυτόματο πιλότο και πιστεύουμε ότι κάνουμε το χρέος μας όταν απλώς διαμαρτυρόμαστε σποραδικά για το πενιχρό αποτέλεσμα.

Η εικόνα μιας κοινωνίας που καταγγέλλει τη νέα γενιά ή μεγάλο τμήμα της ότι δεν έχει αποκτήσει αγωγή είναι όντως απελπιστική. Είναι προφανές ότι την ευθύνη για το παιδαγωγικό αποτέλεσμα δεν μπορεί να την έχει το υποκείμενο της αγωγής, αλλά οι φορείς και το θεσμικό ή πολιτισμικό περιβάλλον μέσα στο οποίο αυτή συντελείται. Και αυτά τα περιβάλλοντα είναι σήμερα αναξιόπιστα.

Οι υπεύθυνοι για την επίσημη παιδεία δεν επιθυμούν καν να μάθουν τι ακριβώς συμβαίνει με το σχολείο και η εκπαιδευτική έρευνα είναι στα αζήτητα. Είτε υποκρίνονται είτε -ακόμη χειρότερα- πιστεύουν ότι τα ξέρουν όλα. Γι' αυτό και οι παρεμβάσεις τους είναι αναγκαστικά ερασιτεχνικές και εν τέλει ατελέσφορες».

Ο ίδιος εκτιμά ότι «τα ηθικά αντανακλαστικά σημαντικού τμήματος του πνευματικού κόσμου είναι αμβλυμένα από τον εθισμό σε μη πνευματικές πρακτικές και κυρίως στην προσοδοφόρα εξουσία. Εχουμε ως χώρα μια παραμελημένη παιδεία και έχουμε γίνει ως κοινωνία αναξιόπιστοι δάσκαλοι. Ισως κάτω από αυτές τις συνθήκες να είναι αναμενόμενο να περιμένουμε από τη νέα γενιά απλώς την προσαρμογή στην κρίση. Είναι παρήγορο ότι ένα τμήμα της -αυτό δείχνει η επιστολή του μαθητή στην "Ε"- δεν θεωρεί και τόσο αυτονόητη αυτή την επιλογή».

Για «δύσκολη και προβληματική» συμμετοχή των μαθητών στο παραδοσιακό σχολείο κάνει λόγο ο Σωτήρης Χτούρης, καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, ο οποίος σημειώνει ότι το σχολείο, με την κλασική του μορφή, χάνει ολοένα και περισσότερο το νόημά του και τη νομιμοποίησή του στα μάτια των μαθητών.

«Αλλά και η συμμετοχή των γονιών στην κοινωνία φαίνεται κι αυτή προβληματική, είτε γιατί δίνουν αξία μόνο στο τετράγωνο "μαύρο" κουτί που έχουν μπροστά τους είτε γιατί οδηγούν με αντικοινωνικό τρόπο είτε πάλι γιατί χτίζουν ασύδοτα στους ελεύθερους χώρους της πόλης. Ενίοτε, όταν αυτό τους επιβάλλεται γιατί χάνουν τη δουλειά τους και περιθωριοποιούνται κοινωνικά. Είναι αλήθεια ότι έτσι, σε μια κατάσταση κοινωνικής και εκπαιδευτικής απορρύθμισης, η παραβατικότητα γίνεται για τους νέους παιχνίδι και παράσημο τιμής, όπως έγινε ήδη στην Βρετανία, όπου ο αριθμός των "μομφών" (Asbos), που επιβάλλονται δικαστικά, έχουν μετατραπεί σε παράσημα τιμής και πεδίο συναγωνισμού ανάμεσα στους παραβάτες. Με τον ίδιο τρόπο, η διαπίστωση της παραβατικότητας των νέων, κυρίως στις ακραίες της μορφές, γίνεται το πλέον πρόσφορο εργαλείο ελέγχου και ηθικής επιβολής του ηγεμονικού κόσμου των τίμιων και ευπρεπών "μεγάλων" στους νεότερους. Αυτή η υποκριτική ευπρέπεια και καταδίκη του κακού αποτελεί το προπέτασμα καπνού που κρύβει την τραγική αλήθεια, κυρίως της ίδιας της οικογένειας, που έχει κλειστεί στο μονοδιάστατο και αλλοτριωμένο κλουβί της κατανάλωσης και της αμφίβολης "κοινωνικής επιτυχίας". Ναι, μάλλον ήρθε ο χρόνος να δούμε κατάματα και συγκεκριμένα την αλήθεια μας, ως άτομα, ως εκπαιδευτικοί και ως κοινωνία, όπως εξάλλου πολλοί από εμάς υποσχέθηκαν στην εποχή της νεότητάς τους».

«Ο λόγος του μικρού Αλέξανδρου αντανακλά εικόνες της κοινωνικής πραγματικότητας που παρουσιάζονται μέσα από τα ΜΜΕ», σημειώνει η Δέσποινα Σακκά, αναπληρώτρια καθηγήτρια Κοινωνικής Ψυχολογίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.

«Φαίνεται, επίσης, ότι έχει αντιληφθεί και κατανοήσει πολλά θέματα και κυρίως το γεγονός ότι (α) τα παιδιά γίνονται αποδιοπομπαίοι τράγοι διαφόρων καταστάσεων και (β) οι παραβάτες κατασκευάζονται μέσα σε δεδομένες κοινωνικές συνθήκες. Παρ' όλο που αναδεικνύει με δραματικό τρόπο την έλλειψη εκπαίδευσης, την αλλοτρίωση των ατόμων, την κρίση στις οικογενειακές σχέσεις, τον καταναλωτισμό κ.ά., εξωραΐζοντας το παρελθόν, ο ίδιος με το λόγο του αποτελεί παράδειγμα ενός σκεφτόμενου ανθρώπου από τους πολλούς που υπάρχουν, η φωνή των οποίων δεν φτάνει στα media (θυμίζω ότι από τα media προβάλλεται μια άποψη περί σύγχρονης κοινωνίας με όλα τα χαρακτηριστικά που αναφέρει ο μικρός Αλέξανδρος αφήνοντας απ' έξω άλλες φωνές, μία εκ των οποίων είναι και αυτή του μικρού Αλέξανδρου). Μήπως όλα αυτά τελικά δείχνουν τη σύγκρουση αξιών που υπάρχει στην εκάστοτε κοινωνία;».

«Ελλάς των υποκριτικών εκπλήξεων», ήταν ο τίτλος άρθρου του Γιώργου Γραμματικάκη, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, παλαιότερα στην «Ε». «Την υποκρισία αυτή για μία ακόμη φορά αποκαλύπτει σήμερα η επιστολή του νεαρού Αλέξανδρου. Ελπίζω μόνον ότι όταν μεγαλώσει θα ανακαλύψει εύκολα πως εκτός από την Ελλάδα που περιγράφει με συγκλονιστικό τρόπο υπάρχει και η άλλη Ελλάδα, η παράλληλη, που αποτελείται από ανθρώπους που έχουν πράγματι αξίες, που μοχθούν και είναι σε διαρκή εγρήγορση για τα παιδιά τους και τις αδυναμίες όλων μας».

«Ενα παιδί μετράει σβησμένα άστρα», σημειώνει εύστοχα ο Ευγένιος Τριβιζάς, εγκληματολόγος-συγγραφέας, ο οποίος χαρακτηρίζει «δριμύ κατηγορώ» την επιστολή του Αλέξανδρου. «Ας μη γελιόμαστε όμως. Μπορεί να είναι το πιο εύγλωττο και γλαφυρό, αλλά όχι το μόνο "κατηγορώ".

Αν καταφέρουμε να βρούμε λίγο χρόνο για να κοιτάξουμε με προσοχή τα πρόσωπα των παιδιών, θα διαβάσουμε στα απορημένα, βουρκωμένα ή πεισμωμένα μάτια τους πολλά ακόμα σιωπηλά "κατηγορώ".

Αλλοι νέοι πάλι, αντί να εκτοξεύουν λέξεις όπως ο Αλέξανδρος, εκτοξεύουν πέτρες. Οι στόχοι μπορεί να μας ξενίζουν, οι αιτίες όμως είναι κοινές. Οταν, για να είμαστε σε θέση να προσφέρουμε στα παιδιά μας τα αγαθά της καταναλωτικής μας κοινωνίας, τα στερούμε από το σπουδαιότερο, δηλαδή τον ποιοτικό χρόνο μαζί τους, όταν η πνευματική τροφή με την οποία τα ταΐζουμε αποτελείται από ένα μεγάλο ποσοστό σκουπιδιών, τότε ας μην αγανακτούμε όταν φτάνει κάποτε στιγμή να πληρώσουμε το τίμημα του εγωισμού και της αδιαφορίας μας. "Διάπλαση των παίδων" έλεγαν το παιδικό περιοδικό όπου έγραψα τα πρώτα μου κείμενα. Ποιος διαπλάθει όμως σήμερα χαρακτήρες; Πολλά από αυτά με τα οποία διασκεδάζουν σήμερα τα παιδιά. Αντί να διαπλάθουν, διαστρέφουν, αντί να ανατρέφουν, καταστρέφουν!».

«Οταν η κοινωνία -όχι μόνον η ελληνική, αλλά και της κάθε άλλης δυτικής χώρας- έχει αποδεχτεί πως θα καθορίζεται από τους νόμους της αγοράς, όταν πλέον η κατανάλωση περιλαμβάνει ανάμεσα στα προϊόντα της και την ίδια την ανθρώπινη σκέψη, όταν όλα αξιολογούνται όχι από την προσπάθεια αλλά από το αποτέλεσμα, τότε ας μην περιμένουμε να ζούμε μέσα σε έναν κόσμο παρόμοιο με αυτόν που ξέραμε», υπογραμμίζει ο συγγραφέας Μάνος Κοντολέων. «Δεν αντιδρούμε ούτε ως άτομα μήτε ως ομάδες στις εφαρμογές μιας νεοφιλελεύθερης πολιτικής. Δεν σκεφτόμαστε ως πολίτες, αλλά ως οπαδοί. Και με παθητικότητα παρακολουθούμε όλα όσα κάποτε άλλοτε οδηγούσαν σε εξεγέρσεις. Θύματα όσο και θύτες είμαστε εμείς οι ενήλικες. Θύματα -προς το παρόν- τα παιδιά μας... Προς το παρόν... Γιατί σε λίγα χρόνια θα γίνουν κι αυτά θύτες. Και δεν αναζητούμε τις τύψεις μας των συναισθημάτων μας, αλλά εφησυχάζουμε νομίζοντας πως όλα αυτά συμβαίνουν μόνο στους άλλους. Κι αν κάποιος βάλει τις φωνές, τότε τον θεωρούμε γραφικό... ή παιδί με αλλόκοτη παραβατικότητα...».

«Αυτό το συμπαθητικό παιδί -που όλοι κάποτε υπήρξαμε- είπε την αλήθεια που επίσης όλοι -τώρα που μεγαλώσαμε- αποφεύγουμε: είμαστε ημιθανείς» παρατηρεί ο Διονύσης Σαββόπουλος. «Η συμβατική και θολή ζωή στην οποία αφεθήκαμε και ενδώσαμε, δεν επιτρέπει άνοιγμα ψυχής ούτε ανάμεσά μας ούτε προς τα παιδιά μας. Να το αποτέλεσμα: μια μοντέρνα νεκρότητα. Θέλουμε άραγε να αλλάξουμε στα αλήθεια; Μα, όλοι δεν νιώθουμε κατά βάθος ότι εδώ και 30 χρόνια, για τον εφιάλτη της καθημερινής μας ζωής και της Παιδείας μας, ευθύνονται λίγο πολύ όλες οι κυβερνήσεις και όλοι οι κυβερνόμενοι;

Πότε θα το παραδεχθούμε, πότε θα το ψάξουμε αυτό; Γιατί τόσο καιρό κάνουμε πως δεν βλέπουμε; Δεν λέω ότι έχασα κάθε ελπίδα. Κοντεύω όμως».

«Οι απόψεις του Αλέξανδρου, ο οποίος μιλά σαν λογοτέχνης, σαν παιδί πάνω από δεκαπέντε χρόνων, είναι πέρα για πέρα αληθινές», προσθέτει ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, μουσικός. «Οταν είσαι γονιός αυτές οι σκέψεις σε φορτώνουν ενοχές. Μόνον ένας ψαγμένος άνθρωπος θα μπορούσε να τα εντοπίσει και να εκφραστεί έτσι».

«Επαψες αγάπη να θυμίζεις», λέει ένα τραγούδι του Φίλιππου Πλιάτσικα. Ο δημοφιλής μουσικός «αναγιγνώσκει» την επιστολή του Αλέξανδρου από δύο πλευρές, μία από την πλευρά του παιδιού που έχει χίλια δίκια και μία από την πλευρά των γονέων. «Ο χρόνος που δεν αφιερώνεται στα παιδιά, η υποκουλτούρα που αντικατέστησε τον πολιτισμό, η τηλεόραση που αποξενώνει και κατευθύνει ολόκληρες γενιές πια. Από την άλλη, σκέψου όλους αυτούς τους απλούς ανθρώπους που βομβαρδίζονται κάθε μέρα με πληροφορίες για το πώς πρέπει να ζουν, τι πρέπει να κυνηγούν, πόσο όμορφοι ή άσχημοι πρέπει να είναι, τι σημαίνει επιτυχία και τι αποτυχία. Βομβαρδίζονται από ήχους και εικόνες αλλόκοτες και σιγά σιγά πείθονται ότι αυτό είναι το σωστό, αυτό είναι το in, αυτό πρέπει να ακολουθήσουν αλλιώς θα είναι out. Φοβούνται ακόμη ότι τα παιδιά τους κάποια στιγμή θα τους κατακρίνουν για τα ακριβώς αντίθετα από αυτά που γράφει ο μικρός Αλέξανδρος, ότι δηλαδή είναι αποτυχημένοι σε αυτό το καινούργιο καταναλωτικό μοντέλο που θέλει τον άνθρωπο να τρέχει πιο γρήγορα απ' όσο αντέχει».

«Τι θα πω στην κόρη μου; Θα της πω πόσο προσπάθησα να κοιμάμαι όσο το δυνατόν λιγότερο για να μπορώ να τη βλέπω...». Αγωνιά ο Γιώργος Καλαμπάκας, πατέρας της Πένυς. «Πέρυσι αλλάξαμε ωράριο στη δουλειά μου, στο αεροδρόμιο. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος για να είμαστε όλοι μαζί. Αν δεν δουλεύουν και οι δύο δεν γίνεται να τα βγάλεις πέρα. Το πρωί το παιδί πάει στον παιδικό σταθμό και μετά στο σπίτι της γιαγιάς και του παππού. Μοιραία έχουμε με τη σύζυγο τα ίδια ωράρια. Δεν μπορούσα να είμαι μαζί του όσο ήθελα. Τα λόγια του μικρού Αλέξανδρου προβληματίζουν. Είναι ίσως η φωνή αμέτρητων άλλων παιδιών που νιώθουν αλλά δεν μιλούν. Φοβάμαι πως όταν η Πένυ μας μεγαλώσει, μπορεί να με ρωτήσει. Μπορεί ίσως και να με κατακρίνει όπως ο Αλέξανδρος. Θα της εξηγήσω όμως πως έκανα ό,τι μπορώ για να καλύψω τις ανάγκες της και για να είμαι κοντά της».

«Οσο λοιπόν υπάρχουν γονείς που μεγαλώνουν τέτοια παιδιά, τα οποία σκέφτονται όπως ο Αλέξανδρος, όσο υπάρχουν καθηγητές που στηρίζουν τέτοια παιδιά να μορφώνονται όπως ο Αλέξανδρος, όσο υπάρχουν παιδιά σαν τον Αλέξανδρο τα οποία με μια γεμάτη αγάπη ματιά κρίνουν την ελληνική κοινωνία και με μια γεμάτη αγωνία κραυγή προσπαθούν να ξυπνήσουν εμάς τους ενήλικες, ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΛΠΙΔΑ!», υπογραμμίζει ο Βαγγέλης Ηλιόπουλος, συγγραφέας, εκπαιδευτικός και πατέρας. «Ο Αλέξανδρος (δεν μπορώ μπροστά από το όνομά του να βάλω το επίθετο "μικρός") σε ένα τόσο μεστό κείμενο, με ιδιαίτερη οξυδέρκεια ακτινογραφεί τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία, κάνει διάγνωση καταγράφοντας τα αίτια και προτείνει θεραπεία, μέσα από τις λύσεις που δίνει. Κι εκεί θέλω να σταθώ, ο Αλέξανδρος προτείνει οι γονείς να αφιερώσουν χρόνο στα παιδιά τους, ποιοτικό χρόνο, να τα πάρουν αγκαλιά, δηλαδή να χτίσουν μια συναισθηματική σχέση μαζί τους και να επανεξετάσουν τις αξίες που έχουν θέση μέσα από την ουσιαστική επαφή τους με τη λογοτεχνία!».

«Είμαι μητέρα ενός μικρού παιδιού και από τη δική μου σκοπιά πιστεύω ότι ο Αλέξανδρος τα λέει πάρα πολύ καλά», σχολιάζει η Βάσω Παπασωτηρίου. «Με όλα όσα αναφέρει για την Μπεζεντάκου ή για τη Λάμπρου, χωρίς να το καταλαβαίνει, εστιάζει σε ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της κοινωνίας μας. Ειλικρινά πιστεύω ότι τα παιδιά είμαστε εμείς οι ίδιοι, δηλαδή ότι το παιδί μου είναι ό,τι κάνω εγώ ως μητέρα του και η υπόλοιπη οικογένειά του μέσα στο σπίτι. Αρα πρέπει αρχικά να ξεπεράσουμε εμείς, οι μεγάλοι, αυτά που έχουμε κρατήσει από τους γονείς μας και μετά να σκύψουμε πάνω στα παιδιά μας».

Πηγή ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ