Skip navigation.
Home

Αυτοδιοίκηση και πολιτική κρίση

Αυτοδιοίκηση και πολιτική κρίση

Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΣΙΜΑΤΗ*

Αν μπορούσε κανείς να κινηματογραφήσει, με όλα τα βασικά στοιχεία της, την πρόσφατη διενέργεια εκλογής των «τοπικών αρχόντων», δύσκολα θα μπορούσε να δώσει στο ντοκιμαντέρ τίτλο που να ανταποκρίνεται στη σημασία της «ύψιστης λειτουργίας της δημοκρατίας». Είναι δε αυτονόητο ότι, όταν κανείς μιλάει για διενέργεια εκλογών, δεν περιορίζεται στη στενή έννοια της διεξαγωγής της ψηφοφορίας -η οποία πράγματι, από την άποψη τυπικής νομιμότητας, ήταν άψογη.

* Οι σημερινές εκλογές δεν συγκρίνονται, ασφαλώς, με εκείνες... των ξυλοδαρμών και των φόνων του 19ου αιώνα, ούτε με εκείνες των μεταγενέστερων εποχών της παρακρατικής και κρατικής βίας και νοθείας. Πρέπει, όμως, να δούμε την ποιότητα όλου του φάσματος των ενεργειών και δραστηριοτήτων: από την ουσιαστική ενημέρωση των πολιτών για το αντικείμενο, τη σημασία και τους σκοπούς των εκλογών και την πολιτική επιλογή των υποψηφίων μέχρι την ουσιαστική δημοκρατική αξιολόγησή τους.

Σ' αυτή τη δραστηριότητα βλέπει κανείς την ποιότητα της πολιτικής στάσης των κομμάτων και των μέσων μαζικής επικοινωνίας απέναντι στο μεγάλο ζήτημα της καταξίωσης ή της καταβαράθρωσης της τοπικής αυτοδιοίκησης. Ολες αυτές οι ενέργειες εισχωρούν βαθιά στην ουσία της δημοκρατίας -αυτές προσδιορίζουν τον βαθμό ποιότητας ή παρακμής της.

* Στην Ελλάδα έχομε ένα κράτος το οποίο ενσαρκώνει τον πιο παθολογικό και κοινωνικά πιο παθογόνο, τον πιο φαύλο πολιτικό και θεσμικό συγκεντρωτισμό ανάμεσα στις προηγμένες δημοκρατίες της Ευρώπης. Το κράτος αυτό τολμούμε συχνά, με κάποιο επιγονικό θράσος, να το αποκαλούμε «πολιτεία» -με έναν όρο μοναδικό στην ιστορία, ο οποίος συμπυκνώνει μέσα του όλη την ανθρωποκεντρική, την κοινωνική και τη δημοκρατική ουσία που έδωσε ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός στην πολιτική οργάνωση.

* Στη χώρα μας, οι φορείς που σχεδιάζουν τις εκλογές της τοπικής αυτοδιοίκησης, καθορίζουν τους στόχους τους, επιλέγουν τα πρόσωπα των τοπικών αρχών, επιλέγουν το προσωπικό και τα μέσα προεκλογικού και εκλογικού αγώνα, χειρίζονται τη διεξαγωγή τους, αξιολογούν πολιτικά το αποτέλεσμά τους και, τέλος, το εκμεταλλεύονται είναι τα πολιτικά κόμματα.

Ποια είναι αυτά; Είναι τα πολιτικά κόμματα της μονοδιάστατης κεντρικής αντιπροσώπευσης του λαού, της αντιπροσώπευσης της μιας βουλής, που ανταγωνίζονται για τη νομή και τη διαχείριση της κεντρικής εξουσίας. Αυτά τα πολιτικά κόμματα είναι εκείνα που αποφασίζουν για τις αρμοδιότητες, για τις οικονομικές και οργανωτικές βάσεις και για τον ρυθμό οικοδόμησης της τοπικής αυτοδιοίκησης. Αυτή η πολιτική ηγεσία είναι αποκλειστικά υπεύθυνη για τον σημερινό βαθμό απαξίωσης της τοπικής αυτοδιοίκησης.

* Ο πολιτικός συγκεντρωτισμός είναι έργο όλων των κομμάτων -και της συμπολίτευσης και της αντιπολίτευσης, και των κομμάτων εξουσίας και των μικρότερων κομμάτων πολιτικής διαμαρτυρίας. Και αυτά ακόμη παραπονούνται για τον δικομματισμό, γιατί δεν συμμετέχουν σ' αυτόν ως μορφή κεντρικής εξουσίας -και όχι γιατί δεν μπορούν να συμβάλουν στην ανάπτυξη των τοπικών κοινωνιών, όπου απουσιάζουν. Ολα, λοιπόν, τα πολιτικά κόμματα συνιστούν με πλήρη αποδοχή και αγαστή σύμπνοια το ενιαίο και μονοδιάστατο σύστημα αντιπροσώπευσης του ελληνικού λαού.

* Τα στοιχεία που συνθέτουν την πολιτική πρακτική των τελευταίων εκλογών της τοπικής αυτοδιοίκησης δεν είναι πρωτόγνωρα. Είναι στοιχεία μακράς σειράς εκλογών τοπικής αυτοδιοίκησης και αποτελούν μέρος της ευρύτερης πολιτικής πρακτικής στο πεδίο λειτουργίας του κράτους και της δημοκρατίας. Γι' αυτό ακριβώς η κρίση που παράγουν και αποκαλύπτουν είναι χρόνια και προϊούσα, αποτελεί δε μέρος της ευρύτερης πολιτικής κρίσης. Το κακό και επικίνδυνο είναι ότι τα στοιχεία αυτά της κρίσης, αντί να μειώνονται, δυναμώνουν και αυξάνονται, γι' αυτό και η κρίση γίνεται συνεχώς μεγαλύτερη και βαθύτερη.

* Στη χώρα μας είναι ιδιαίτερα έντονα τα στοιχεία της πολιτικής κρίσης που μαστίζει τον θεσμό της τοπικής αυτοδιοίκησης. Το κακό είναι ότι έχουν εθιστεί οι πολίτες μ' αυτά και τα αντιμετωπίζουν ως φυσιολογικά.

Υπάρχουν, βεβαίως, και φαινόμενα που δείχνουν ότι οι πολίτες άρχισαν να καταλαβαίνουν: η απειθαρχία στην εντολή ή στο χρίσμα του κόμματος, οι «αντάρτες», η αποχή και, το χειρότερο, η αδιαφορία. Τα φαινόμενα αυτά -πλην, δυστυχώς, των δύο τελευταίων- είναι σποραδικά και επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Χρήσιμο, λοιπόν, είναι να επισημαίνονται κατά καιρούς. Ας δούμε μερικά:

α Οταν κάθε φορά αρχίζουν να διαφαίνονται στον πολιτικό ορίζοντα οι εκλογές της τοπικής αυτοδιοίκησης, τα πολιτικά κόμματα, οι πολιτικοί μας και τα παραπολιτικά μέσα διαμόρφωσης της κοινής γνώμης (ραδιοτηλεοπτικά μέσα ενημέρωσης και τύπος) τις αντιμετωπίζουν ως ένα γεγονός της κεντρικής πολιτικής εξουσίας. Τις βλέπουν ως έκφραση της θέλησης και της στάσης του λαού απέναντι στην κυβερνητική συμπολίτευση και αντιπολίτευση. Κανείς δεν προβαίνει σε ουσιαστική παρουσίαση της σημασίας που έχει η τοπική αυτοδιοίκηση για την κοινωνία και τη δημοκρατία.

Κανείς δεν μιλάει για τα πραγματικά της προβλήματα, για τη διαφθορά που τη μαστίζει, για την εξέλιξη ή τη στασιμότητά της, ούτε φυσικά διανοείται να συγκρίνει τους δικούς μας οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης με εκείνους των άλλων προηγμένων δημοκρατιών. Κανείς δεν έχει προτάσεις για την ανάπτυξη των νομών και των δήμων της χώρας.

Οι πολίτες αυτής της χώρας, ενώ είναι όλοι δημότες κάποιου δήμου και κάποιας νομαρχιακής αυτοδιοίκησης, οδηγούνται κάθε φορά, όπως το κοπάδι, στις εκλογές των τοπικών τους αρχών σαν σε διενέργεια κομματικής δημοσκόπησης για την κεντρική δύναμη των κομμάτων. Οι πολίτες, με τις εκλογές αυτές, ξεχνούν τον τόπο τους, τη γειτονιά τους, την καθημερινή ζωή τους, κάθε τι που συνιστά την τοπική αυτοδιοίκηση, την τοπική κοινωνία. Εχουν εστραμμένη την προσοχή τους εκεί όπου παραπλανητικά την κατευθύνουν ο κομματικός λόγος του κέντρου και τα ΜΜΕ: στη Ρηγίλλης, στη Χαριλάου Τρικούπη και στα άλλα κέντρα της πολιτικής ηγεσίας. Ολόκληρος ο προβληματισμός επιλογής των υποψηφίων αποπροσανατολίζει και παραπλανά. Ολόκληρος ο προβληματισμός της αυτοδιοίκησης των τοπικών κοινωνιών επικεντρώνεται σε ένα και μοναδικό κριτήριο: το κριτήριο επικράτησης του ενός ή του άλλου κόμματος -το κριτήριο του «χρώματος», όπως συνηθίζεται να λέγεται σήμερα.

β Ερχόμαστε στην αποτίμηση των αποτελεσμάτων των εκλογών.

Αυτή αρχίζει ήδη από την παραμονή των εκλογών με βάση τα διαφόρων προελεύσεων προγνωστικά, κορυφώνεται με τα «αποτελέσματα» των «exit polls», όπως ορίζει και ο έλληνας νομοθέτης (π.δ. 351/2003, άρθρο 49, ΦΕΚ Α 316!) -ίσως να μην καταλάβαιναν οι Ελληνες, αν το 'λεγε ελληνικά- για να συνεχίσει ανελέητα τις επόμενες δύο εβδόμαδες.

Εδώ ζει κανείς από την ημέρα των εκλογών όλο το μεγαλείο της βαρβαρότητας της τηλεοπτικής μαζικής «ενημέρωσης» -της βαρβαρότητας των «παραθύρων» των φωνασκιών και των ύβρεων, όπου επώνυμοι δημοσιογράφοι και πολιτικοί πασκίζουν να επικαλύψουν ο ένας τη φωνή του άλλου για να «περάσουν» στο κοινό τα δικά τους προγνωστικά. Προγνωστικά που είναι μικροπολιτικά και δικολαβικά σοφίσματα για την εξυπηρέτηση της ακροαματικότητας και της φτηνής πολιτικής. Προγνωστικά που δεν έχουν ως αναφορά τις τοπικές κοινωνίες και τις αρχές τους, αλλά τα δύο (κυρίως) κόμματα της κεντρικής εξουσίας.

Η αξιολόγηση που ακολουθεί τα αποτελέσματα έχει ακριβώς το ίδιο επίπεδο «πολιτικού λόγου»: φωνασκίες, χειρονομίες, άγριες όψεις και ύβρεις, για να αποδείξει ο καθένας την επιτυχία του ενός από τα δύο κόμματα που είναι ταγμένος να υποστηρίζει και τα «μηνύματα» που στέλνουν οι εκλογές κατά του αντίπαλου κόμματος που επίσης είναι ταγμένος να επικρίνει.

Ας δούμε μερικά στοιχεία αυτής της τηλεοπτικής βαρβαρότητας -που επαναλαμβάνεται σε κάθε αναμέτρηση:

* Πρώτα πρώτα η βαρβαρότητα των παραθύρων. Ερωτώνται οι ηγεμόνες των καναλιών και οι δημοσιογράφοι-εκπρόσωποί τους: Αντί για τα παράθυρα των φωνασκιών, όπου δεν λέγεται τίποτε σοβαρό ούτε ακούγεται τίποτε, χάθηκε ένα ευπρεπές στρογγυλό τραπέζι σοβαρής και πολιτισμένης συζήτησης; Πριν από μερικούς μήνες το κανάλι της Βουλής έκαμε ένα πολύ ωραίο μάθημα σε όλους τους διαχειριστές του πολύτιμου αγαθού της μαζικής επικοινωνίας. Μετέδωσε μια σειρά συζητήσεων στρογγυλού τραπεζιού για τα βασικά αντικείμενα της αναθεώρησης. Οι οργανωτές φρόντισαν να συμμετέχουν επιστήμονες με αντίθετες απόψεις, ώστε η ενημέρωση να είναι πλήρης. Η συζήτηση ήταν παράδειγμα ηρεμίας, αντικειμενικότητας, σοβαρότητας και πολιτισμού. Αυτό τον πολιτισμό της τηλεοπτικής επικοινωνίας γιατί δεν τον θέλουν και δεν τον επιβάλλουν οι πολιτικοί και οι δημοσιογράφοι μας; Γιατί αφήνουν να τους επιβάλλονται οι φωνασκίες και άλογες κραυγές του φτηνού εμπορίου;

* Βλέποντας κανείς αυτό το απάνθρωπο φαινόμενο της βάρβαρης τηλεοπτικής επικοινωνίας, δεν μπορεί παρά να σκεφθεί με μελαγχολία: Πόση φαιά ουσία αναλώθηκε και αναλώνεται καθημερινά για τη «δημιουργία» αυτού του καταντήματος του βασικότερου αγαθού της αξίας του ανθρώπου, που είναι η επικοινωνία! Βλέποντας κανείς αυτό το κατάντημα, δεν μπορεί να αποφύγει την τραγική σύγκριση της σημερινής, χωρίς σωματική βία, δουλοπαροικίας του πνεύματος και της επιστημονικής γνώσης στα λιβάδια των σύγχρονων γεωκτημόνων και ηγεμόνων με εκείνη της μεσαιωνικής φεουδαρχίας που επιβαλλόταν με σωματική βία. Δεν θα παύσει η επιστημονική γνώση και η δημοσιογραφία να είναι έργο δουλοπαροίκων;

* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ είναι ομότιμος καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

ΠΗΓΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΠΙΑ