Skip navigation.
Home

Γιώργος Μπάτης

Ο Γιώργος Μπάτης ήταν ένας από τους πρώτους και επιδραστικότερους μουσικούς του ρεμπέτικου καθώς και γνωστός μάγκας του Πειραιά. Το πραγματικό του όνομα ήταν Γιώργος Τσώρος, ενώ ήταν γνωστός και ως Γιώργος Αμπάτης. Είχε μεγάλη αγάπη για τη μουσική και είχε σημαντική συλλογή μουσικών οργάνων (μπουζούκια, μπαγλαμάδες, κ.ά.).

Γεννήθηκε στα Μέθανα το 1885 όταν ήταν ακόμα μικρός η οικογένειά του μετακόμισε στον Πειραιά.
Στα μέσα της δεκαετίας του 20' άνοιξε χoροδιδασκαλείο το οποίο ονομαζόταν "Κάρμεν". Το 1931 άνοιξε ένα καφενείο, το "Ζώρζ Μπατέ", το οποίο αποτέλεσε ένα από τα "λίκνα" του ρεμπέτικου. Ακόμα εργάστηκε ως πωλητής αυτοσχέδιων φαρμάκων κατά του πονόδοντου, περιπλανώμενος οδοντογιατρός, μικροπωλητής και ενεχυροδανειστής.
Την δεκαετία του 30' ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη μουσική και συνεργάστηκε στενά, μεταξύ άλλων, με το Μάρκο Βαμβακάρη στη ρεμπέτικη κομπανία με όνομα "Η τετράς η ξακουστή του Πειραιώς". Το 1933 ο Γιώργος Μπάτης κάνει τις πρώτες ηχογραφήσεις με μπουζούκι στην Ελλάδα. Ωστόσο δεν άφησε μεγάλη δισκογραφία.
Πέθανε στις 10 Μαρτίου του 1967.

Στίχοι από τα τραγούδια του Μπάτη

Ζούλα σε μία βάρκα μπήκα

Ζούλα σε μία βάρκα μπήκα
Και στη σπηλιά του Δράκου βγήκα
Βλέπω τρεις μαστουρωμένοι
Και στην άμμο ξαπλωμένοι

Ήταν ο Μπάτης κι ο Αρτέμης
Και ο Στράτος ο Τεμπέλης
Βρέ σύ Στράτο, βρέ σύ Στράτο
Φιάξε ναργιλέ αφράτο

Να φουμάρει το Μπατάκι
Πούναι χρόνια ντερβισάκι
Να φουμάρει κι ο Αρτέμης
Όπου πάει και μας φέρνει

Μας στέλνει μαύρο απ'την Πόλη
Και μαστούρια είμαστε όλοι
Τουμπεκί απ'την Περσία
Πίνει ο μάγκας με ησυχία

................................

Μάγκες καραβοτσακισμένοι

Ήρθαν μπάτσοι βρε και μας πήραν
και στου Συγγρού καλέ μας πήγαν
βρε και υπόδικους μας ρίξαν
μωρ' και στην φυλακή μας κλεισαν

Βρε αστυνόμε και ειρηνοδίκη
μωρ' βγάλε γρήγορα τη δίκη
θα 'ρθούνε μπάτσοι να ορκιστούνε
και ψέματα να μη σας πούνε

Μπάτσοι και χωροφυλάκοι
βρε μας χαλάσαν το τσαρδάκι
ρε από πίσω απ' τη στρατώνα
βρε καλοκαίρι βρε και χειμώνα
όλοι οι μάγκες εσκορπιστήκαν
ρε και κανέναν ρε δεν αφήσαν

................................

ο Θερμαστής

Μηχανικός στη μηχανή
και ναύτης στο τιμόνι
κι ο θερμαστής στο στόκολο
με τις φωτιές μαλώνει.

Αγάντα θερμαστάκι μου,
και ρίχνε τις φτυαριές σου
μέσα στο καζανάκι σου
να φτιάξουν οι φωτιές σου.

Κάργα ρασκέτα και λοστό
τον Μπέη να περάσω
και μες του Κάρντιφ τα νερά
εκεί να πάω ν' αράξω.

Μα η φωτιά είναι φωτιά,
μα η φωτιά είναι λαύρα
κι η θάλασσα μου τα ΄κανε
τα σωθικά μου μαύρα.

................................